Την Αγαπώ

– Στην Μαρία –

Ήτανε μαύρη η νυχτιά
λουσμένη μέσ’ στην  απόκοσμη ξαστεριά
κι είχε ένα ψύχος μιαν ερημιά
έκαιγε ο αγέρας τη λαλιά

ψιθύριζα μόνος στη ταραγμένη μου προσευχή
Θεέ μου το χάδι εκείνης
ας είχα μια φευγαλέα μονάχα στιγμή
Κι ας ερχόταν να με φιλήσει μετά,                                                                                                 γυμνή η παγερή του θανάτου πνοή

την αγαπώ σαν τη ζωή που με αχ μονολογούν τρυφερά
με αναστεναγμού ανάσα  γέροι, παιδιά
την αγαπώ σαν συνήθεια γλυκιά που δεν αλλάζει θωριά
στου καιρού τη βραχύβια φορεσιά.

την αγαπώ, στην ποδιά της προσκυνώ
σε ξωκλήσι μαγεμένο σε μιαν ερημιά
στου πόντου την ατελεύτητη μοναξιά
της αγάπης αυτής το λυγμό αναζητώ

την αγαπώ  σαν αθώα παιδική  προσμονή
σαν ανέμου απαλή αναπνοή
σαν την θάλασσας τη γαλήνη, την πρωινή
την αγαπώ, σαν την κροκάτη της πατρίδας μ’ αυγή

Στρατής Φάβρος
Την Αγαπώ

Paul Martin - A Wet Night on the Victoria Embankment, London 1895

Ὁ Βασιλιᾶς τῆς Ἀσίνης, Γ. Σεφέρης

Βασιλις τς σίνης

σίνην τε…
ΙΛΙΑΔΑ

Κοιτάξαμε λο τ πρω γύρω-γύρω τ κάστρο
ρχίζοντας π τ μέρος τοσκιου κε πο θάλασσα
πράσινη  κα
  χωρς ναλαμπή, τ  στθος σκοτωμένου παγωνιο
Μ
ς δέχτηκε πως καιρς χωρς κανένα χάσμα.
Ο
φλέβες το βράχου κατέβαιναν π ψηλ
στριμμένα κλήματα γυμν
πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ
γγιγμα το νερο, καθς τ μάτι κολουθώντας τις
πάλευε ν
ξεφύγει τ κουραστικ λίκνισμα
χάνοντας δύναμη
λοένα.

π τ μέρος τολιου νας μακρς γιαλς λάνοιχτος
κα
τ φς τρίβοντας διαμαντικ στ μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωνταν
τ᾿γριοπερίστερα φευγάτα
κι
βασιλις τς  σίνης πο τν γυρεύουμε δυ χρόνια τώρα
γνωστος λησμονημένος π᾿λους κι π τν  μηρο
μόνο μία λέξη στ
ν  λιάδα κι κείνη βέβαιη
ριγμένη
δ σν τν ντάφια χρυσ προσωπίδα.
Τ
ν γγιξες, θυμσαι τν  χο της; κούφιο μέσα στ φς
σ
ν τ στεγν πιθάρι στ σκαμμένο χώμα-
κι
διος χος μς στ θάλασσα μ τ κουπιά μας.
βασιλις τς  σίνης να κεν κάτω π᾿ τν προσωπίδα
παντο
μαζί μας παντο μαζί μας, κάτω πνα νομα:
«
σίνην τε… σίνην τε…»
κα
τ παιδιά του γάλματα
κι ο
πόθοι του φτερουγίσματα πουλιν κι γέρας
στ
διαστήματα τν στοχασμν του κα τ καράβια του
ραγμένα σ᾿φαντο λιμάνι-
κάτω
π᾿ τν προσωπίδα να κενό.

Πίσω π τ μεγάλα μάτια τ καμπύλα χείλια τος βοστρύχους
νάγλυφα στ μαλαματένιο σκέπασμα τς  παρξής μας
να σημεο σκοτειν πο ταξιδεύει σν τ ψάρι
μέσα στ
ν  αγιν γαλήνη το πελάγου κα τ βλέπεις:
να κεν παντο μαζί μας.
Κα
τ πουλ πο πέταξε τν  λλο χειμώνα
μ
σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζω
ς,
κι
νέα γυναίκα ποφυγε ν παίξει
μ
τ σκυλόδοντα το καλοκαιριο
κι
ψυχ πο γύρεψε τσιρίζοντας τν κάτω κόσμο
κι
τόπος σν τ μεγάλο πλατανόφυλλο πο παρασέρνει
χείμαρρος τολιου
μ
τ᾿ρχαα μνημεα κα τ σύγχρονη θλίψη.

Κι ποιητς ργοπορε κοιτάζοντας τς πέτρες κι να-
ρωτιέται
πάρχουν ραγε
νάμεσα στς χαλασμένες τοτες γραμμς τς κμς τς
α
χμς τ κολα κα τς καμπύλες
πάρχουν ραγε
δ πο συναντιέται τ πέρασμα τς  βροχς τογέρα
κα
τς  φθορς
πάρχουν, κίνηση το προσώπου τ σχμα τς στοργς
κείνων πο λιγόστεψαν τόσο παράξενα μς στ ζωή μας
α
τν ποπόμειναν σκις κυμάτων κα στοχασμο μ
τ
ν περαντοσύνη το πελάγου
μήπως χι δν πομένει τίποτε παρ μόνο τ βάρος
νοσταλγία το βάρους μις παρξης ζωντανς
κε πο μένουμε τώρα νυπόστατοι λυγίζοντας
σ
ν τ κλωνάρια τς  φριχτς τις σωριασμένα μέσα στ
διάρκεια τ
ς  πελπισίας
ν τ ρέμα κίτρινο κατεβάζει ργ βορλα ξεριζωμένα
μ
ς στ βορκο
ε
κόνα μορφς πο μαρμάρωσε μ τν πόφαση μις πί-
κρας παντοτιν
ς.
ποιητς να κενό.

σπιδοφόρος λιος νέβαινε πολεμώντας
κι
π τ βάθος τς  σπηλις μία νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στ
φς σν τ σαΐτα πάνω στ σκουτάρι:
«
σίνην τε σίνην τε…». Νταν ατ βασιλις τς
σίνης
πο
τν  γυρεύουμε τόσο προσεχτικ σ τούτη τν κρό-
πόλη
γγίζοντας κάποτε μ τ δάχτυλά μας τν φή του πάνω
στ
ς πέτρες.

                                       σίνη, καλοκαίρι 38 – θήνα, Γεν. 40

Συλλογισμοί

Παράμερα στέκει
ντρας κα κλαίει·
ργ τ τουφέκι
Σηκώνει, κα
λέει·
«Σ
τοτο τ χέρι
Τί κάνεις
σύ;
χθρός μου τ ξέρει
Π
ς μο εσαι βαρύ.»

Διονύσιος Σολωμός

 

 

Ημέρα Πρώτη

Άνθρωποι πεινούν
Στα συσσίτια μιας εκκλησίας
Θολής τροφή επαιτούν

Παιδιά στα σχολειά λιποθυμούν
Μια παιδεία σαστισμένη και μουγκή
Δάσκαλοι φτωχοί τι να βουληθούν
οι μικροί αυτοί αστοί Οι καψεροί

καρικατούρες ηρώων και όμως ήρωες

Η υγειονομική περίθαλψη τραυλή
Νοσοκομεία άθλια με ράντζα και λοιμώξεις ενεργές
Ψυχιατρεία κλειστά υπεραξίες κοινωνικές
Σε μιας οικονομίας το έλεος αριθμητικής, διάβαζε ελεεινή

(Ανασφάλιστη εργασία
Βιομηχανική αλητεία
Μικρομεσαία αγυρτεία
Γόρδια Αδιέξοδα κοινωνική αδικία)

Πολωνοί παρίες μεθούν
Ίσως τελικά οι μόνοι ευτυχείς
Μαύροι μικροπωλητές κατ’ ουσίαν απόβλητοι
Cd πωλούν

Ολιγοπώλια μοιραία κραταιά δυστοπία
Αντιτραστ νομοθεσία κεφαλαιώδης αποτυχία
Τραπεζιτών τοκογλυφική ακρασία
Οικονομική παρωδία αισχρή προσωδία

Άνθρωποι αυτοκτονούν
Και οι άνθρωποι οι νουνεχείς
Εμείς εσείς κι αυτοί, της τάξης οι δεσμοί
Σε υπνωτισμένη αδράνεια κοιτούν

Αυτοί που εργάζονται είναι δούλοι
Ενώ αυτοί που δεν εργάζονται
Στη βία εθίζονται
Σε μια πολιτεία βυθίζονται φαύλη

Ουδείς αγανακτεί διότι όλοι
Είναι ήρωες σε άλλο βιβλίο
Δεν είναι το δικό τους βιβλίο
Αυτού Του ολέθρου το πλοίο

Βουλευτές συζητούν
στη χείριστη γλώσσα ημιμαθή
Ρητορεύουν οκνά
Κουστωδίες συμβούλων
Συλλαβίζουν τεχνοκρατικές
Ανοησίες, ρηχά

Και σκαιά ανθρωποειδή
σε ζωντανές συνδέσεις
με φόβο κατευνάζουν την οργή
επιπλέον εντρυφούν στην τρυφή
Και σε μια κολακεία δειλή

Πως είναι η νέα αριστοκρατία
Θαρρούν

Δικαστές αθώοι κι ένοχοι
Σε μια δικαιοσύνη δικάζουν Ακριβή
πλούσιων δικηγόρων αιχμάλωτη
σε τι να ορκιστώ αφού όχι σ’ αυτή

Η απαίδευτη αριστοκρατία
δεν ενδιαφέρεται διότι φυσικά
δεν την αφορά η συνθήκη εμπειρικά.
Και επειδή η γαλλική επανάσταση απέχει
Δύο και πλέον αιώνες πια
Όσο δόλια αργούν
Θα μάθουν από πρώτο χέρι
Ότι
«Ο Λουδοβίκος πρέπει να πεθάνει ξανά
για να ζήσει η χώρα » Αυτά.

Κι εγώ που σας ιστορώ στις ακτίνες πιασμένος του ολέθριου της ανάγκης τροχού.

[ Υπάρχουν πολλά βδελυρά που της περιγραφής ξεφύγαν τα δεσμά]

Ημέρα Δεύτερη

Δεν πρέπει οι δυνατοί να δυναστεύουν
Πέρα απ’ το δίκιο΄κι αν ευτυχούν τώρα,
Μη θαρούν, πως οι καλές μέρες βαστούν για πάντα
Εκάβη Ευριπίδης

 

 

 

Σε έναν κόσμο θεμελιωδώς άδικο
που οι άγγελοι μας εγκατέλειψαν,
-μόνο δαίμονες με ξυπνούν ιδρωμένον τα βράδια-
πώς να μιλήσω για Ελευθερία, Ισότητα, Δικαιοσύνη.
Υπάρχουν οι ιδέες ή υφίστανται μόνον
ως γραφικές λεζάντες στα ουρητήρια;

 

 

Δεν βλέπουμε πια ουρανό,
ξεχάσαμε το χρώμα του,
λες και μιλούσαμε μια γλώσσα
για έναν κόσμο δίχως ουρανό,
μήπως είναι βαμμένος αχ ο ουρανός;
μήπως σημαίνει ότι λησμονήσαμε
πως κρατιέται η Λευτεριά;

 

 

Φύγαν οι φαρισαίοι και οι πλούσιοι ιεράρχες
σκύλεψαν το πτώμα της δημοκρατίας,
αφήσαν τον τόπο με τα ορφανά.
Από κείνους που ξεγράψαμε
θα ξαναγεννηθεί η ελπίδα
από αυτούς που με παραίτηση
τον θάνατο κουβαλούν μέσα τους.
Γιατί η ελπίδα δεν αγαπά τους τολμηρούς
αλλά τους ηττημένους
αυτούς που της γύρισαν την πλάτη.

 

 

Κλαίει η Ελευθερία γοερά
σε ένα χρόνο με χαλασμένους
δρόμους, ζέστη, χώμα κόκκινο
χώμα ξερό, κι αρρώστια.
Κοιτά ένα παιδί καταμεσής στο δρόμο
υποσιτισμένο, βορά σε όρνεα,
δυσωδία και άδικος θάνατος.

 

 

Ένας γέρος στην άκρη στέκει ωχρός
κουνά αυτιστικά το κεφάλι του
προσπαθώντας να αδειάσει τις ενοχές
που φτιάξαν τις εικόνες που τον στοιχειώνουν.
Οι Άρπυιες τσιμπούν τις σάρκες του και τον απειλούν
με ψιθυριστά ουρλιαχτά ότι θα περάσουν
τα βάσανα που τον κρεμούν στα παιδιά του.

 

 

Κλαίει η Ελευθερία γιατί οι άνθρωποι ξεχνούν
πώς, το όνομα της γράφεται.
Πέθανε το παιδί
Πέθανε ο γέρος
Κλαίει μονάχη σ’ένα βράχο ξερό
η Ελευθερία, που το όνομα της
τα παιδιά δεν το ξέρουν.

 

ΣτρατήςΦάβρος

 

“Whatever we inherit from the fortunate
We have taken from the defeated”

 

Τ. S. ELIOT

 

 

Είμαι μικροαστός

Γελώ με θυμηδία στις κατηγορίες
Γελώ γιατί ,ότι με κατηγορούν είμαι
Είμαι μικροαστός , γιατί
Ο πατέρας μου ήταν εργάτης
κι είχε όνειρα μεγάλα
Είμαι μικροαστός γιατί
ποτέ μου δεν είχα κεφάλαια
και μηχανές
Είμαι μικροαστός γιατί σε καμιάν
Ιερή νομενκλατούρα δεν ανήκω
Είμαι μικροαστός γιατί της μάνας
Τον ιδρό επάνω στο ψωμί
Ακόμη τον μυρίζω
Είμαι μικροαστός γιατί
Στης κάθε μέρας τον αχό
Όνειρα χτίζω
Γιατί είμαι πατέρας
Και έχω παιδιά δυό
Σε δημόσιο σχολειό
Γιατί για «ξιφολόγχη μου το κρυφοκοίταγμα
Του σύννεφου κρατώ»
Είμαι μικροαστός γιατί αγαπώ
Σαν άνθρωπος μικρός στης πόλης το βήχα, αστός
Είμαι μικροαστός γιατί δεν απατώ ούτε απατώμαι
Ότι της επανάστασης τη Χλαίνη κουβαλώ όταν στο δυαράκι
Βράδυ γυρίζω έχοντας ώρα πολλή αστούς και αφέντες
Χορτάσει ν’ αναθεματίζω
Είμαι μικροαστός γιατί θα επιμένω ότι πορνό
Δεν είναι μόνον ο φτηνός βιντεογραφημένος
Σοδομισμός
Και επιμένω να σας πω ότι πορνό είναι αυτό
Που το αντικείμενο της τεχνικής του ορίζει
Μοναχά, αμιγώς ηδονοβλεπτικά.
Είμαι μικροαστός γιατί τους φίλους μου τιμώ
και αποτιμώ
Είμαι Τρις τετράκις αστός μικρός και όχι μόνον
Όπως είπατε άπαξ μικροαστός.
Στης ενοχής σας τον εξακολουθητικό ρηχό αυλό
Μελάνι μαύρο λυπούμαι για τα τετράδιά μου κρατώ
Σεις παρακαλώ με των έργων σας και των γραπτών
Την επιδεικτική ισχύ επαναστάτες τρανοί
Στης επανάστασης σας την ώρα δεν θα μαι κεί
Η επανάσταση άλλωστε ποτέ δε ρωτά ούτε μιλά
Στης ιστορίας την αυλή πηγαίνει γοργά,
Αγχέμαχος της δικής της μέχρι να πεθάνει κι αυτή
Ηθικής αισθητικής, έτσι απλά.

Στρατής Φάβρος

Angelika Strobl

Α homage to the dead pigeon

Α homage to the dead pigeon

Ένα περιστέρι κείτεται νεκρό

Στο δημόσιο δρόμο

Επάνω στο χοντροκομμένο

στο νεκρό του κόκκινου

βαμμένο πλακάκι

Στον πολυσύχναστο δρόμο

Είναι νεκρό όπως ο νεκρός που θρηνούμε

Κανείς δε το θυμάται

Κανείς δε θρηνεί γι’ αυτό

Καμιά σπονδή δε θα σκεπάσει

το ξυλιασμένο κορμί του

ας είναι αυτή η ωδή που θα το συνοδεύσει.

Στρατής Φάβρος

Paul Martin - A Wet Night on the Victoria Embankment, London 1895