Έχω το νόστο

Έχω το νόστο ενός τόπου της παιδικής μου ηλικίας
στον οποίο δεν ταξίδεψα ποτέ
έχω το νόστο ενός ταξιδιού που κόπηκε στη μέση
αναθυμούμαι τη ζεστασιά σωμάτων που δεν άγγιξα
τις μυρουδιές αχαλίνωτων αισθήσεων
φαγητών που δεν φτάσαν στο τραπέζι
κρασιών που δεν χύθηκαν
την αφή απ’ ονείρων σκεπάσματα
από Φορέματα Αφόρετα
από γυναίκες αιθέρια ποθητές μα τέλεια ανέγγιχτες
έχω το νόστο όλων των χαδιών που υπήρξαν
και χάθηκαν καντηλέρια της απροσμέτρητης ζήσης

Στρατής Φάβρος
ανέκδοτο

 

 

 

10612688_10152628337077348_8531114377072652717_n

Η εποχή

Η εποχή είναι μια εσωστρεφής περιδίνηση στη σιωπή,
είναι μια ερμητική απορία μια βομβώδης αλαλία
μια συσσωρευόμενη απέχθεια μια ανέκφραστη αγανάχτηση
ένας συναισθηματικός «μογιλαλισμός», ήττα και κατάκτηση

Όταν μιλήσει θα είναι κραυγή
Σκέψη σε μια ξένη σκέψη, επιπόλαιη
Τον χρόνο κυλώ ανέκφραστος και ενεός
από την ομορφιά και την ασχήμια μαγεμένος, βουβός

Κι αν πω θα κυλήσει το δάκρυ στου ανέμου την άκρη, κι αν κάνω
θα αδικήσω τη σιωπή που είναι τέλεια ξαναμμένη μάγισσα πηχτή
και βλέπω το κόσμο σαν παντοδύναμος δίκαιος και ωραίος
και έτσι αντέχω τη βλακεία την οίηση και τη μωρία που τα φτερά τους με ντύνουν

Σοφός και φτωχός αναρχικός όχι πλούσιος αναρχικός και βδελυρός
γιατί τα καμώματα μου κι οι αμαρτίες ακόμη με της φαιδρότητας φόρεμα φτωχό
την αγάπη τη βρίσκω στη συγκατάβαση στην μετάβαση και την κατάβαση
στον ανθρώπινο πόνο δίχως συφέρο και εκλεκτισμό με δημοκρατικό ρομαντισμό

Κι όλους όσοι διαφέρουν στης στιγμής την αγχόνη που έθνη ματώνει
στης αμετροέπειας τον ζυγό πνιγηρό και της μισανθρωπίας υψιπετή το σκοπό
του Οιδίποδα τον ανθρώπινο νόστο λαλώ μέσα στου λαού το ρυθμό
το δημοτικό δίκαιο αχό το πολυσήμαντο φολκλόρ τον ορθόδοξο καημό

Αυτά με συνέχουν αυτά με κρατούν της ζωής τον πνιγμό ν’ αναιρώ
Και γνωρίζω πως πάλι του απείρου ο βρόχος τα λόγια καρτερά
στης αγχόνης τη λήθη τη σκελετωμένη σκιά να τα πνίξει
Τ’ αψηφώ στωικά αφού της στιγμής ο λυρισμός σύντροφος ειν’ ηδονικός

Στρατής Φάβρος Ανέκδοτο

 

Στο ιερό της εκκλησιάς

«The act of writing begins with Orpheus’ gaze,
and that gaze is the impulse of desire»

Μ Blanchot

Κάθε μορφή διατύπωσης δεν είναι παρά μια μικρή λευκή γραμμή
σε έναν σκοτεινό ορίζοντα μια αποτυχία μια βύθιση σε μια νέα στερεοτυπία

μια άρνηση αυτού που είναι, μια συστηματική επιλογή
φόρμας, ύφους, λεξιλογικού ύφους

συντακτικής δομής γραμματικής και φωνολογικής μανιέρας
μια επιμελημένη σύνθεση για να αποκρύψει όλο αυτό που είναι

προβάλλοντας ένα σύννεφο την θολή εικόνα μιας ουτοπίας
μια διατύπωση είναι σαν να βάζει για πρώτη φορά ξανά τα φτερά του ο ίκαρος

Δεν έχω καμιά εκτίμηση στην ματαιοδοξία της, την αντιμετωπίζω ως όμορφο
κινέζικο πυροτέχνημα, μια ναρκισσιστική πράξη επιθυμίας

κι όμως όλες μαζί, η κάποιες φαίνεται να αποκτούν τέτοια δύναμη
ώστε να δημιουργούν ανίκητα πεδία αυτό-εκπλήρωσης

τι είναι ο κομμουνισμός, στην μαγεμένη στα βάθη του απίθανου ουσία του , παρά μια ανόητη αφαιρετική διατύπωση με το σπέρμα

της δυστυχίας εγκλωβισμένο στα βρωμερά χνώτα του τι είναι γι αυτό κάθε -ισμός
που ξεσκίζει μέσα στην αχαλίνωτη μανία τη ροδαλή σάρκα ψυχών που ανόητα ελπίζουν

Η πράξη είναι εντελής και τέλεια δείχνοντας  και παρά μόνον πράττοντας γλωσσικά
έστω και κατ’ εξακολούθηση διαμορφώνουμε ένα πλέγμα πίστης στη διατύπωση

«one can only write if one arrives at the instant towards which one can only move through space opened up by the movement of writing »

είμαστε πάντα τόσο βέβαιοι για την ακραιφνή συστοιχία της πραγματικότητας
που δεν προκύπτει πως αυτή είναι ένα συμπίλημα θρασειών μυθολογιών

Μη προσπαθείτε να διατυπώσετε, ο κόσμος στη φύση του είναι αναρχικός
Και αυτό που διατυπώνεται είναι ήδη μια αντίφαση

Αντισταθείτε με τα μέσα τους ρίχτε τους από τον έκπαγλο θρόνο τους
Φερθείτε με κεκοσμημένη ευπρέπεια απρεπώς

Σαν να αυνανίζεστε κάτω από τα σεπτά ράσα
Στο ιερό της εκκλησιάς

 

Το ποίημα που πήρε τη θέση ενός Βουνού WALLACE STEVENS

Το ποίημα που πήρε τη θέση ενός Βουνού
Wallace Stevens

Εκεί ήταν, λέξη προς λέξη
Το ποίημα που πήρε τη θέση ενός βουνού

Ανέπνευσε το οξυγόνό του,
Ακόμη κι όταν το βιβλίο ανάποδα στεκόταν στην σκόνη του γραφείου του.

Του θύμιζε πόσο είχε ανάγκη
Ένας μέρος για να πάει προς στην δική του κατεύθυνση,

Το πως είχε ανασυνθέσει τα πεύκα,
Μετακινήσει τους βράχους και διαλέξει το δρόμο ανάμεσα στα σύννεφα,

Για την ματιά που θα ήταν ορθή,
Εκεί όπου θα ‘ταν πλήρης με μια ανεξήγητη πληρότητα:

O ακριβής βράχος, όπου οι ανακρίβειες τους
Θα ανακάλυπταν, επιτέλους, την θέα προς την οποία είχαν πλησιάσει,

Όπου θα μπορούσε να ξαπλώσει, κι αγναντεύοντας πέρα στη θάλασσα,
Να αναγνωρίσει το μοναδικό και ερημικό του σπίτι

Μετάφραση Στρατής Φάβρος

The Poem that Took the Place of a Mountain
BY WALLACE STEVENS

There it was, word for word,
The poem that took the place of a mountain.

He breathed its oxygen,
Even when the book lay turned in the dust of his table.

It reminded him how he had needed
A place to go to in his own direction,

How he had recomposed the pines,
Shifted the rocks and picked his way among clouds,

For the outlook that would be right,
Where he would be complete in an unexplained completion:

The exact rock where his inexactnesses
Would discover, at last, the view toward which they had edged,

Where he could lie and, gazing down at the sea,
Recognize his unique and solitary home.

 

 

 

Το ουίσκι

Παντού ένας κύκλος γνώριμων συνηθειών
η ζωή στην κανονικότητα της αποδοχές σιωπηρές
στα δόντια μου βρυγμός της μανίας ο σκοπός
καταστέλλει την ποιητικότητα του έγγαμου βίου ο ρυθμός

θέλω να μιλήσω την αλήθεια
αλλά η αλήθεια κρύπτεται φιλεί
θέλω να αγαπήσω το χειμώνα
αλλ’ η αγάπη την άνοιξη ποθεί

είμαι σε μια κατάσταση ενεή ασύστατη και εφεκτική
το νόημα ψάχνω μα εκείνο σε αλλη αυλή κατοικεί
για χάπια από μπρόκολο διαβάζω που νικούν τον καρκίνο
είναι το ξέσκισμα της σάρκας ηθικό όταν γίνεται από σκύλο;

Το ουίσκι θερίζει τον Στοππάκιους Πάπενγκας η καρδιά μου κρυώνει
και στον αρίθμητο κόσμο ένα περιστέρι ψειρίζει τα φτερά του, Ω Πόπλιε Νάσε
τον πρώτο Αθάνατο φαντάζομαι κάπου στα 2107 σε ένα ατύχημα πεθαίνει
να νικήσουμε το Θάνατο είναι μια εικασία δίχως νόημα, Ρούφα και σκάσε

Peter Henry Emerson2