Μανιφέστο στο Λιόγερμα

Μανιφέστο στο Λιόγερμα

«Η μόνη ξιφολόγχη μου
ήταν το κρυφοκοίταγμα του φεγγαριού απ’ τα σύννεφα.»
Αρης Αλεξάνδρου

Α

Είμαι σε ένα επικίνδυνο σημείο απάθειας,
μολυσμένος από τη νόσο της καθημερινότητας ενός ανάλγητου μοντέλου διαβίωσης
που δεν απολαμβάνω ούτε την ποίηση πια,
πόσο άρρωστη είναι η κοινωνία και πόσο εγω δεν έχει σημασία,
η νόσος όπως και το άλγος είναι βίωμα, πρέπει να αλλάξω semantics.

Β

O σχολαστικισμός θα είναι αιώνια ταυτόσημος
με ένα ακραίο συντηρητισμό ηθοποιό
θα προσποιείται τις μέρες πως δικάζει
αλήτες και τη νύχτα δίχως φρένο
στης θρασείας του κωμωδίας θα φλερτάρει
τις ατέλειωτες ρηχές και σαθρές
της επιθυμίας κόρες ποταπές που βαστάει
ηθικά ανάπηρος είναι και καμία πρόοδος
να συντελεστεί δε μπορεί υπό την άτεγκτη
των εμμονών του φθορά

Γ

Στη μεγάλη εννοιολογική περιπέτεια του Πνεύματος σημασία έχει μόνον η «ηθική» κατάκτηση της Αλήθειας και η διαρκής στοχαστική και εσωτερικά «συνεπής» βιωματική αναζήτηση της κατάκτησής της.

Το ηθικό το δίκαιο και το αληθές κρύβονται στις ανυπόκριτες φόρμες.
Και όχι εκεί που επιτάσσει ο στομφώδης θεσμικός πουριτανισμός,

Έτσι ποτέ δεν απονέμονται παρά μόνον στα αίολα κινήματα των ποιητών που είναι τα μόνα κείμενα με ενατένιση δικαίου

Δ
Η άποψη μου για την ηθική δεν είναι
σαν την στάση του αστού κήνσορα
που τον τσακώνουν με το δάχτυλο στο βάζο με το μέλι
πρέπει στοχάζομαι κολυμπώντας σε λερά νερά να μπορείς να πάρεις τη σωστή απόφαση
για την κοινότητα το περιβάλλον της και το εγώ ,σε κάθε μικρή σου πράξη, αυτή είναι η άποψη μου για την ηθική.

Ε
Είμαι αναρχικός, έτσι δεν θέλω να ζητήσω λογαριασμό από κανέναν, έχω παραιτηθεί από τις μεγάλες ουτοπίες.
Είμαι πεπεισμένος ότι είναι πλάνες στο τροχό μιας νέας η πιο παλιάς ολιγαρχίας , πιστεύω στο μικρό και αυθόρμητο σ’ αυτό που μπορούμε να μοιραστούμε σε μικρές δημοκρατικές κοινότητες, παρακαλώ μια γενναία ζωή και έναν όσο γίνεται γενναίο θάνατο.
Συμφωνώ όμως στο ευφυές των ανθρώπων έργο. Παρακαλώ να μεγαλώσω τα παιδιά μου, που ήρθαν στο κόσμο άθελα τους και καμιά φορά ξεχνάω τον ποιητή και προσεύχομαι σε έναν Θεό που το σχήμα του δε γνωρίζω.

ΣΤ

Ο Θάνατος φαίνεται να είναι ένα γνωσιολογικό όριο,
όλοι συνεπώς τον κοιτούν με μιαν αγωνία,
και υπάρχουν εντούτοις πράγματα
που δεν μπορείς να τα δεχθείς για να μην τον υποστείς.
Είθε η Θεοί να μην σε εισφέρουν σε αυτήν την απέλπιδα θέση.

Ζ

H γνώση διαβρώνει το κακό,
είναι τελεολογικά αγαθή
σ’ αυτό πιστεύω
Κι όμως μια στάλα κακό
Και μαύρισε η λίμνη της γνώσης
Και δεν υπάρχει ανθρώπου βούληση
Δίχως μια στάλα υποκρισίας
Μια πρέζα φαρισαϊσμού
Μια νύξη υπόγειου ρατσισμού
Βάλτε σεις το όνομα στο κακό.

Σ. Φάβρος

Ένα φιλί σου μόνο ζητώ

Ένα φιλί σου μόνο ζητώ
Καραμελωμένο ζαχαρωτό

Χείλη μελένια Ροδί απαλό
Και η αίσθηση τους
Πέταλα αιθέρια
από τριαντάφυλλό

Το ξέρω τώρα πως μόνος μιλώ
Και πως τα χείλη πορφύρα και δείλι
Άλλος δαγκώνει και εγώ πονώ

Δος μου στα χείλη
Φιλί μεθύσι κρασί
Ν’ αντλήσει ζωή και μέλι
Από τα δυό σου χείλη
που λαχταρώ

M. Θαλασσινός

θάλασσα

Μια θάλασσα άξαφνα αντίκρισα
Γλυκιά σαν αθώα υπόσχεση
Στα μάτια της που γελαστά με κοιτούσαν

Κι έτσι όπως ήρθε απρόσμενα
Μες τη σεμνότυφη μοίρα μου εχάθη

Κελαριστό μου κύμα από όνειρα
Σύννεφο μου ανάλαφρο
απογευματινό αεράκι

που εικόνες γεμίσατε τ’αύριο
σε ενός χτύπου το κράτημα
μου τις πήρατε πάλι

Μ. Θαλασσινός.

Ωδή στον Δυτικό Άνεμο, Percy Bysshe Shelley

Ωδή στον Δυτικό Άνεμο Percy Bysshe Shelley
I
Ω άγριε Δυτικέ Άνεμε, της ύπαρξης του φθινοπώρου Εσύ πνοή,
Εσύ, που απ’ την αόρατή σου παρουσία τα φύλλα πεθαμένα
όπως φαντάσματα που από μάγο ορχηστή οδεύουν στη φυγή,

Κίτρινα και μαύρα και χλωμά και κόκκινα πυρετικά
Πλήθη χτυπημένα από λοιμό: Ω Εσύ,
Αυτός που στο ψυχρό και σκοτεινό τους κρεβάτι οδηγά

Τους σπόρους φτερωτούς, που κείνται κρυμμένοι και ψυχροί,
σαν ένα πτώμα μες στον τάφο του ο καθένας, ώσπου
Της Άνοιξης η αδελφή σου θε να φυσήξει γαλανή

Τη σάλπιγγά της πάνω από την γη που ονειροπολεί,
(Άνθια Γλυκά οδηγώντας στον αγέρα κοπάδια να βοσκήσουν )
Με χρώματα ζωής και μυρωδιές λόφους και πεδιάδες να πληροί

Άγριο Πνεύμα, που κινείσαι παντού, άκου
Καταστροφέα και Σωτήρα • Ω, άκου !!
ΙΙ.
Εσύ που απ’ το ρεύμα σου, μες του απότομου του ουρανού την χασμωδία,
Ελεύθερα τα σύννεφα , όπως της Γης τα πεθαμένα φύλλα, είν’ απλωμένα
Καθώς τινάζονται απ’ Ουρανού και Ωκεανού μπλεγμένα τα κλωνάρια, άγνωστο πως σε αρμονία,

Άγγελοι βροχής και αστραπής: εκεί απλώνονται
Στην κυανή επιφάνεια της αέρινής σου ορμής,
Από την κεφαλή σα τα λαμπρά μαλλιά που ορθώνονται

Μιας τρομερής Μαινάδας, κι απ’ τη θολή γραμμή
Του ορίζοντα μέχρι του ύψους το τελευταίο αέτωμα,
Οι βόστρυχοι της καταιγίδας που σιμώνει. Εσύ οιμωγή

Του χρόνου που ξεψυχά, κι η νύχτα αυτή που κλείνει
Θα είν’ σ αυτό ο θόλος ενός τεράστιου τάφου,
Που μ’ όλη τη συναγμένη δύναμη σου αψιδωτά ορθώνεις

Ατμών , που απ’ την συμπαγή ατμόσφαιρά τους άκου
Μαύρη βροχή, φωτιά και υετός σφοδρός θα εξακοντιστούν : Ω άκου !

ΙΙΙ.
Εσύ που ξύπνησες ναι από τα όνειρα τα θερινά της
Τη γαλανή Μεσόγειο , κει που αναπαυότανε,
Νανουρισμένη απ’ το στροβιλισμό στα κρυσταλλένια ρεύματά της

Πλάι σε ένα απ’ αλαφρόπετρα νησί στης Μπάϊας τον κόλπο
Και έβλεπε μες στον ύπνο αρχαία ανάκτορα και πύργους
Να τρέμουνε μέσα στην εντονότερη του κύματος αυγή τόσο μα τόσο

Όλα Πλημμυρισμένα από γαλάζιες πόες και άνθη,
Τόσο γλυκά, που ο νους λιγοθυμά όταν τα φτιάνει εικόνες ! Εσύ
Που από το πέρασμά σου του Ατλαντικού οι επιφάνειες δυνάμεις ως τα βάθη

Σχίζονται σε χάσματα βαθιά, ενώ από κάτω μακριά
Τ’ άνθη της θάλασσας και τα λασπώδη δάση που φορούν
Του ωκεανού τ’ άνευρο φύλλωμα, γνωρίζουν με τη μια

Τη φωνή σου, κι άξαφνα γκρίζα πανιάζουν από τον φόβο, άκου
Και τρέμουν και μαραίνονται : Ω άκου

IV.
Αν ήμουν ένα πεθαμένο φύλλο, εσύ παντοδύναμε και να με σήκωνες μπορούσες •
Aν ήμουν ένα σύννεφο γοργό για να πετώ μαζί σου•
Ένα κύμα για να ασθμαίνω κάτω απ’ τη δύναμη που ασκούσες

Της δύναμης σου τ’ άγγιγμα να αισθανόμουν, μόνο λιγότερο ελεύθερος
Απ’ ό,τι, ω Ανεξέλεγκτε, εσύ! Κι ακόμη όταν
Όπως τότε στην παιδική μου ηλικία, και θα γινόμουν ελεύθερος

σύντροφός των περιπλανήσεών σου στον Ουρανό,
Σαν τότε, που το να ξεπεράσω την ουράνιά σου ταχύτητα
Άπιαστο φαινόταν όραμα• που ποτέ δεν θα έβαζα σ’αγώνα σκοπό

Έτσι λοιπόν σε σένα προσεύχομαι στην στιγμή μιας ανάγκης μου πικρής.
Ω! σαν κύμα, σαν φύλλο, σαν σύννεφο, ανασήκωσέ με!
Αιμορραγώ! Καθώς επάνω στ’ αγκάθια πέφτω της ζωής!

Ένα βαρύ ωρών φορτίο έχει στις αλυσίδες δέσει, τα γόνατα κάνει να λυγίζει
Έναν σε εσένα όμοιο πολύ: αδάμαστο και ταχύ με ψηλά το κεφάλι να βαδίζει

V.
Τη Λύρα σου κάνε με, ακόμη και όπως το δάσος είναι:
Τι κι αν τα φύλλα μου σαν τα δικά του πέφτουνε!
Ο αχός, των παντοδύναμων αρμονιών σου το πάθος που’ναι

Κι από τους δυο μας θα πάρει έναν φθινοπωρινό τόνο βαθύ,
Γλυκό παρότι σε θλίψη τυλιγμένον. Γίνε εσύ, μανιασμένο πνεύμα ,
Το πνεύμα μου! Γίνε εσύ εγώ, αυθόρμητε Εσύ !

Τις νεκρές οδήγησε σκέψεις μου ως την έσχατη του σύμπαντος ακτή,
Σαν φύλλα ξερά μια νέα γέννηση να επιταχύνεις!
Και, με του στίχου αυτού την επίκληση τη μαγική,

Σκόρπισε, σαν από μιας άσβεστης εστίας την πηγή
στάχτες και σπίθες, τα λόγια μου στην ανθρωπότητα ανάμεσα !
μέσ’ απ’ τα χείλη μου για τη αξύπνητη γίνε γη

Μιας προφητείας η σάλπιγγα! Ω, Άνεμε,
Αν ο Χειμώνας αφιχθεί, πίσω πολύ η Άνοιξη να’ ναι μπορεί; Ω Άγριε Άνεμε !

Απόδοση Στρατής Φάβρος

cropped-bridge-on-the-puerto-bello.jpg

I
O wild West Wind, thou breath of Autumn’s being,
Thou, from whose unseen presence the leaves dead
Are driven, like ghosts from an enchanter fleeing,

Yellow, and black, and pale, and hectic red,
Pestilence-stricken multitudes: O thou,
Who chariotest to their dark wintry bed

The wingèd seeds, where they lie cold and low,
Each like a corpse within its grave,until
Thine azure sister of the Spring shall blow

Her clarion o’er the dreaming earth, and fill
(Driving sweet buds like flocks to feed in air)
With living hues and odours plain and hill:

Wild Spirit, which art moving everywhere;
Destroyer and Preserver; hear, O hear!

II
Thou on whose stream, ‘mid the steep sky’s commotion,
Loose clouds like Earth’s decaying leaves are shed,
Shook from the tangled boughs of Heaven and Ocean,

Angels of rain and lightning: there are spread
On the blue surface of thine airy surge,
Like the bright hair uplifted from the head

Of some fierce Maenad, even from the dim verge
Of the horizon to the zenith’s height,
The locks of the approaching storm. Thou dirge

Of the dying year, to which this closing night
Will be the dome of a vast sepulchre
Vaulted with all thy congregated might

Of vapours, from whose solid atmosphere
Black rain, and fire, and hail will burst: O hear!

III
Thou who didst waken from his summer dreams
The blue Mediterranean, where he lay,
Lulled by the coil of his crystalline streams,

Beside a pumice isle in Baiae’s bay,
And saw in sleep old palaces and towers
Quivering within the wave’s intenser day,

All overgrown with azure moss and flowers
So sweet, the sense faints picturing them! Thou
For whose path the Atlantic’s level powers

Cleave themselves into chasms, while far below
The sea-blooms and the oozy woods which wear
The sapless foliage of the ocean, know

Thy voice, and suddenly grow grey with fear,
And tremble and despoil themselves: O hear!

IV
If I were a dead leaf thou mightest bear;
If I were a swift cloud to fly with thee;
A wave to pant beneath thy power, and share

The impulse of thy strength, only less free
Than thou, O Uncontrollable! If even
I were as in my boyhood, and could be

The comrade of thy wanderings over Heaven,
As then, when to outstrip thy skiey speed
Scarce seemed a vision; I would ne’er have striven

As thus with thee in prayer in my sore need.
Oh! lift me as a wave, a leaf, a cloud!
I fall upon the thorns of life! I bleed!

A heavy weight of hours has chained and bowed
One too like thee: tameless, and swift, and proud.

V
Make me thy lyre, even as the forest is:
What if my leaves are falling like its own!
The tumult of thy mighty harmonies

Will take from both a deep, autumnal tone,
Sweet though in sadness. Be thou, Spirit fierce,
My spirit! Be thou me, impetuous one!

Drive my dead thoughts over the universe
Like withered leaves to quicken a new birth!
And, by the incantation of this verse,

Scatter, as from an unextinguished hearth
Ashes and sparks, my words among mankind!
Be through my lips to unawakened Earth

The trumpet of a prophecy! O Wind,
If Winter comes, can Spring be far behind?

Στην απόδοση της Ωδής του Σέλλευ πήρα υπόψη μου την εξαιρετική ειδικά στο εννοιολογικό επίπεδο μετάφραση του Xαράλαμπου Γιαννακόπουλου που είναι διαθέσιμη στο blog του :

hbttp://bookstand.gr/…/p-b-shelley-%CF%89%CE%B4%CE%B7…/

Ανάγνωση της Ποιητικής συλλογής της Πόλυς Χατζημανωλάκη «Το Αλφαβητάρι των Πουλιών» (Εκδόσεις Εύμαρος)

Είμαι ευτυχής για την παρουσία όλων μας εδώ. Ευχαριστώ την Πόλυ για την εξαιρετική τιμή να είμαι στο πάνελ των ανθρώπων που θα μιλήσουν για την ποίησή της. Με την Πόλυ έχουμε συναντηθεί και έχουμε αλληλεπιδράσει στο ίντερνετ, ιδιαιτέρως στο πλαίσιο της ομάδας CRAFT, έχουμε συν – εκδοθεί στη συλλογική έκδοση της ομάδας μας και έχουμε συνδιοργανώσει αυθορμήτως μια ποιητική βραδιά στο ΠΟΛΙΣ Art – Cafe στη Στοά του βιβλίου. Ελπίζουμε σε περισσότερες ακόμα.

Ποιήματα της Πόλυς έχω διαβάσει στο διαδίκτυο όπου έχει δημοσιεύσει ή στο ιστολόγιό της. Τα ποιήματα αυτής της συλλογής προέρχονται από μια τριετή παρουσία σε αυτό το χώρο, τον διαδικτυακό. Ξεκίνησα να διαβάζω , από τότε που μου έστειλε σε ηλεκτρονική μορφή τη συλλογή της, “το αλφαβητάρι των πουλιών”, να διαβάζω, να σημειώνω, να σκέπτομαι, να κρατώ ένα ημερολόγιο, με σκοπό να το χρησιμοποιήσω σε μια σύνθεση για την παρουσίαση.
Στην πρόταση που μου έκανε είχα άγχος πριν ξεκινήσω να διαβάζω, ότι ανέλαβα κάτι πάνω από μένα. Η Πόλυ όμως με διαβεβαίωσε ότι αυτό που επιθυμούσε δεν ήταν μια παρουσίαση, ούτε μια κριτική αξιολόγηση. Αυτό που ήθελε και μου το έγραψε στα μηνύματα που ανταλλάξαμε, ήταν μια πνευματική αλληλεπίδραση. Αυτό μου ταιριάζει, αυτό μου αρέσει να το κάνω και άρχισα να το κάνω ήδη, αναρτώντας στο διαδίκτυο ποιήματά της πλαισιωμένα με εικόνες και σχόλια δικά μου.

Αυτή την αλληλεπίδραση θα συνεχίσω απόψε και από δω, μιλώντας ελεύθερα, από καρδιάς και με αφοσίωση φιλίας.
Όπως είδατε και στην πρόσκληση, εμφανιζόμαστε και οι τρεις ως άνθρωποι χωρίς ιδιότητες. Έτσι θα προσπαθήσω να ταξιδέψω στον αλληλεπιδραστικό ωκεανό της ποίησης της Πόλυς δίχως ιδιότητες, Παραφράζοντας τον ποιητή θα έλεγα ότι άλλο δεν έχω πάρεξ της γλώσσας, και της φιλίας η αν θέλετε της αφοσίωσης στη φιλία με μέσο την ποίηση.

Γράφει ο Τίτος Πατρίκιος στους Στίχους 2 :
«Μόνο μιαν άκρη της αλήθειας να σηκώσω
να ρίξω φως στην πλαστογραφημένη μας ζωή .
Όταν μπορώ κι όσο κρατήσω.»

Η ποίηση της φίλης μου Πόλυς Χατζημανωλάκη αυτό επιχειρεί και το επιτυγχάνει θαυμάσια με μια ώριμη και τρυφερή ταυτόχρονα γλώσσα που κείται έξω από φορμαλιστικές παραδοχές.
Αποδεικνύει δίχως καταφυγή σε λογοτεχνικές ακρότητες, με ένα ρέοντα αφηγηματικό και ειλικρινή συναισθηματισμό να διαψεύσει στη συγκεκριμένη τοπολογία της αλήθειας, τον πολύ Έζρα στην προφητεία του για τον θάνατο της τέχνης του Λόγου (στο τέλος του 20ου αιώνα).
Αφού η Θεά – η τέχνη του Λόγου είναι εδώ δίχως μαξιμαλιστικές κρυπτομνησίες» , αλλά και δίχως τις φορμαλιστικές εμμονές της ποιητικής παράδοσης.

Επιτρέψτε μου να σας δείξω τι εννοώ για τον αβίαστο τρόπο της Πόλυς. Στίχοι της Έμιλυ Ντίκινσον, το I am nobody, εικόνες από τα πουλάκια και τις μέλισσες που χοροπηδούν παιχνιδιάρικα δίπλα της, συμπλέκονται με Καβαφικές αναφορές, αποσπάσματα από τις Γραφές, όπως οι στίχοι από τους προφήτες υπάρχουν σε ανατροπές των αρχαιοελληνικών μύθων. Ο Βαν Γκογκ, ο Παπαδιαμάντης, ο Ταρκόφσκι, ο Οδυσσέας, ο Κάφκα… Με την Άννα ΜακΓκραθ από το πιάνο, την Άννα Φρανκ ή τη Φράνσις από το ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν, Άγγελοι από τα Φτερά του Έρωτα, Άγγελοι από τον Ευαγγελισμό, κοτσύφια, παγόνια, φλαμίνγκος, πουλιά… Ο Προυστ και φυσικά ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Συνομιλίες, ανταλλαγές, οφειλές.

Αρχίζω την περιπλάνηση μια μικρή σταχυολόγηση από την συνομιλία με τον Καβάφη. Το ποίημα της Πόλυς έχει τίτλο “προσπάθησε να τα φυλάξεις” στίχος δανεισμένος από το “όταν διεγείρονται” και η Πόλυ μιλά αλληγορικά για ένα φυτολόγιο, όπου τα λουλούδια συλλέγονται σε ώριμη ηλικία. Τους δίδεται δηλαδή μια δεύτερη ευκαιρία σύμφωνα με το ποίημα.

Τα λουλούδια για αποξήρανση συλλέγονται/στην πρωιμότητά τους
να μην είναι σε πλήρη άνθιση/ακόμα και όταν αποξηραίνονται
ανοίγουν/μια δεύτερη ευκαιρία τους δίδεται
μετά θάνατον

Γράφει ο Κ. Π. Καβάφης στο Όταν Διεγείρονται
Για την πολύτιμη μνήμη, για το πώς θα διαφυλάξει από τη φθορά τα οράματα του ερωτισμού του.

Προσπάθησε να τα φυλάξεις, ποιητή,
όσο κι αν είναι λίγα αυτά που σταματιούνται.
Του ερωτισμού σου τα οράματα.
Βάλ’ τα, μισοκρυμένα, μες στες φράσεις σου.

Και εκκινεί από εδώ η ποιήτρια
«ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕ ΝΑ ΤΑ ΦΥΛΑΞΕΙΣ…» (*)

Τα άλλα άνθη
που κρατάς για το φυτολόγιο
πριν γίνουν αποστεγνωμένες εικόνες του εαυτού τους
τοποθετείς ανάμεσα σε εφημερίδες
τα φύλλα τους έχουν μεγάλη απορροφητικότητα
εκεί βρίσκουν διέξοδο οι χυμοί
μεταξύ των γραμμών
μια χλοερή δροσιά
στην στερεότυπη γλώσσα των ειδήσεων
όλο υπονοούμενα.

Είναι μια δηλωμένη συνομιλία με τον Καβάφη, Του ερωτισμού τα οράματα που ο ποιητής βάζει μισοκρυμμένα μεσ’ τις φράσεις του – οι χυμοί των λουλουδιών που μπαίνουν μέσα στις εφημερίδες για να αποξηρανθούν. Μεταξύ των γραμμών στην στερεότυπη γλώσσα τ ων ειδήσεων.

Συνεχίζω την περιπλάνηση, έγραφα στις πρώτες αναγνώσεις της ποιητικής συλλογής όπως διάβαζα το ποίημα CASA DE AZUL, μια συνομιλία σε όνειρο της ποιήτριας με τη Φρίντα Κάλο, όπου η Φρίντα την ξεναγεί μετά θάνατον στο γαλάζιο δωμάτιο στο σπίτι της και μιλά για την δημιουργία της. Μια άλλη Φρίντα φυσικά, μια οντότητα πέραν του τάφου, ανάμεσα στη Φρίντα και την Πόλυ που εξομολογείται αγωνίες που πιθανόν να έχει η ίδια η Πόλυ.

«Οι ποιητικές αφηγήσεις της Πολυς παραδίδονται σε μια ρέουσα συναισθηματική γλώσσα , μιλούν στον αναγνώστη απλά όπως το εύχεται ο ποιητής , δίχως ερμητισμό και λογοτεχνισμούς εις την επίκληση του μοντέρνου per se.»

Γράφει Ο Γ Σεφέρης στο έργο του “Ημερολόγιο καταστρώματος Β΄.

«Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη. Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά σιγά βουλιάζει και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπο της κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά..» .

Εγώ σε αυτή την επίκληση βλέπω πάλι τον εναρκτήριο στίχο του Τίτου Πατρίκιου. Το ίδιο εύχεται κάπου αλλού και ο Walt Whitman, Simplicity is the glory of expression.

Επιτρέψτε μου
Να σας βυθίσω εκ νέου στη γαλάζια θάλασσα
“Το σπίτι μου έγινε μουσείο, συνεχώς όμως ανοίγουν νέες πτέρυγες
για να χωρέσουν αυτά που ζωγραφίζω τώρα, οutre tombe. Πέραν
του τάφου δημιουργώ τα καλύτερα έργα μου. Της αθανασίας, λένε
οι κριτικοί.
…….
Και τη γέννησή μου έχω ζωγραφίσει..
ξανά
εδώ γεννήθηκα, ξέρετε. Το μπλε το χρώμα που είδα πρώτο
και τον πόνο
κυρίως τον πόνο…
Αυτόν τον φορώ κατάσαρκα
μαζί μου και στον Κάτω Κόσμο…
συνήθισα πια
Με καταλαβαίνετε….
όλα τα συγχωρώ
άρχισα από τα λάθη μου.”

Η καλή λογοτεχνία η εξαίσια ποίηση είναι ιδιωτική θεραπεία. Ιδιωτικοί λογαριασμοί. Ξεκαθαρίσματα. Ποιος με ποιον. Θυμίζει τον πίνακα με τη Φρίντα Κάλο εις διπλούν αυτόν με τις δυο καρδιές που επικοινωνούν με τον σωλήνα του αίματος μεταξύ τους.
Ιδιωτική θεραπεία. Κοινοί χτύποι της καρδιάς.
Όπως όταν σαν αέναα για μια στιγμή ατενίζεις ένα ελληνικό ηλιοβασίλεμα.

Αναπολήσεις μεταξύ ύπνου και ξύπνου – εκείνο το δωμάτιο των Ονείρων, ο τίτλος του ποιήματος, το δωμάτιο των μέσα μου ανέμων, νομίζω ο χώρος ο εσωτερικός, το υποσυνείδητο, ο χώρος όπου γράφονται τα ποιήματα, όπου έρχονται οι εικόνες.
Σαφής αναφορά στο αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο του Προυστ – Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς που αναφέρεται επί λέξει, μα και άλλες εικόνες από το ίδιο όπως τα άλογα στις κουρτίνες, ο ιππότης της ανάγνωσης που κάλπαζε, ο μαγικός φανός που άναβαν οι γονείς του στον ήρωα σε παιδική ηλικία…
Θάνατος στη Βενετία, γόνδολες που εξοκείλουν, συνάντηση με τον ήρωα τον Γουσταύο του Άσενμπαχ, αυτό το ποίημα που δημοσιεύτηκε στην κοινή μας έκδοση με την Craft το αγαπώ πολύ και θα ήθελα να σας το διαβάσω:

ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ

Στο σπίτι των μέσα μου ανέμων
υπάρχει ένα δωμάτιο
που τα άλογα χάνονται στο βάθος
καλπάζοντας πίσω από τις κουρτίνες
το σούρουπο ανάβει ο μαγικός φανός
για να φανεί ο ιππότης της ανάγνωσης
(για χρόνια πλάγιαζα νωρίς)
εκεί αναζητώ κάποιον ύπνο
πάντα από το ίδιο πλευρό
περιμένοντας
να βρω το δρόμο
τα ανάγλυφα της καρδιάς αλλάζουν όψη
σχήματα στην άμμο, σε αφρικάνικη καλύβα
εκεί εξοκείλουν τα ποιήματα
γόνδολες
(τα ρούχα σου και τα χρυσαφικά σου)
κάποτε είδα τον Γουσταύο του Άσενμπαχ
με γούνες και ένα τουήντ κοστούμι
να ακουμπά την πλάτη στον τοίχο
κάτι κρατά – ένα μαντίλι…
χαμόγελα ανεμίζουν στον αέρα
φράσεις που μένουν στη μέση
υπαινιγμοί
πού να είναι το εργαστήριο που δουλεύει η Άτροπος
πού οδηγούν τα άλλα δωμάτια του σπιτιού
και οι χάρτες με τα ποιήματα στο τραπέζι
οι κλεψύδρες
ο αστρολάβος…
(είναι δύσκολος κάποτε ο ύπνος)

Στέκομαι τώρα στην τελευταία φράση, στο είναι δύσκολος κάποτε ο ύπνος, την αγρύπνια και σημειώνω πως την συναντώ και αλλού. Στο Ταξίδι με το Όριεντ Εξπρές, στο οποίο ως επιβάτης, με σαφή αναφορά στο μυθιστόρημα της Άγκαθα Κρίστι έγκλημα στο όριεντ ΅Εξπρες μια και πρόκειται για το ίδιο τραίνο και όπου εκεί θα διαδραματιστούν τα ίδια γεγονότα με το αστυνομικό μυθιστόρημα αλλά κάπως αλλιώς.
Σαν να βλέπουμε έναν ασπρόμαυρο πίνακα του Αρά Γκιουλερ του Τούρκου φωτογράφου με ένα πλοίο αραγμένο στο Βόσπορο, μια ομίχλη, μια νοσταλγία…
Η αγρυπνία με καταδιώκει
ο ρυθμικός ήχος της μηχανής με νανουρίζει
ταξιδεύω με το τραίνο για να εξασφαλίσω έναν ήσυχο ύπνο
μια και την μέρα δεν προλαβαίνω να συμφιλιωθώ με τον εαυτό μου
το ταξίδι με το τρένο, η καταφυγή στη λογοτεχνία
το ταξίδι στην ανατολή, ο οριενταλισμός…

Όλη η συλλογή είναι Ποιητική σπουδή στην ευαισθησία, μια σπάνια ωδή του ανεπαίσθητου.

Επισημαίνω το ποίημα “οι ζωές των άλλων”, αναφορά στην ταινία με τις υποθέσεις παρακολούθησης στην ανατολική Γερμανία. Οι ζωές των άλλων μια αφορμή για να γεμίσει ο τόπος αναμνήσεις, καθημερινότητα. Οι ζωές των άλλων είναι οι δικές μας ζωές εν τέλει.
Η γνωστή σχέση συνομιλιας με τον εαυτό. Εγώ και ο εαυτός μου. Δεν μπορώ να συμφιλιωθώ με τον εαυτό μου.
Ποια είναι η γυναίκα που σιδερώνει; Νομίζω ο καθένας αναγνωρίζει τον εαυτό του, αναγνωρίζει τα φτερά, την κρυφή τη μυστική δυνατότητα να μετέχεις στο επέκεινα.

μια γυναίκα που σιδερώνει
κάποιος της τρίβει την πλάτη
νοιώθεις το κενό από τα φτερά
το μυστικό της
Το βράδυ πετά πάνω από τις στέγες
δεν με βλέπει
Μια ριπή αέρα από το παράθυρο
να κλείσεις να μην κάνει ρεύμα
τα ιστιοφόρα δέντρα σφυρίζουν όλη νύχτα

Ο τελευταίος στίχος του αποσπάσματος θύμιζει όμορφα τη στροφή από την ωδή του Κάλβου : Κι όταν το εσπέριον άστρον
ο ουρανός ανάπτη,
και πλέωσι γέμοντα έρωτος
και φωνών μουσικών

Η σπουδαία ποίηση της Πόλυς Χατζημανωλάκη δείχνει εικόνες του κόσμου που ήταν εκεί και δεν τις έβλεπες. Μια ιστορία αποχρωματισμού.
Ίσως η ωριμότητα; μια συνομιλία με τον Αντρέι Ταρκόφσκι…_
«Ναι, τώρα που μεγαλώνω και ξεχνώ όλο και λιγότερο
ξέρω πως την παιδική μου ηλικία
ποτέ δεν την αποχωρίστηκα
μαζί την κουβαλούσα πάντα
σαν ένα ασημένο παγώνι
αποχρωματισμένο με σοφία
κρυμμένο κάτω από κρεβάτι μου.»

Πόλυ Χατζημανωλάκη (Επιστολή στον Αντρέι Ταρκόφσκι, απόσπασμα.)

Στην προδοσία της Αριάδνης Ένα από τα πυκνότερα ποιήματα της συλλογής η ποιήτρια αφηγούμενη ως Αριάδνη ανακαινίζει σε μια πλούσια γλώσσα το μύθο εκθέτει την αιώνια πάλη του θηλυκού με το αρσενικό συνομιλώντας με στίχους του Ησαϊα 53.7 και προσφέροντας ένα βαθέως συμβολισμού επίμετρο. H προδοσία, το φιλί του Ιούδα, η Κυρά του Λαβυρίνθου σύμφωνα με τη Γραμμική Β΄ Da – pu – ri – to -jo Po – ti – ni – ja
H Πότνια, η αρχόντισα του Λαβυρίνθου των μητριαρχικών εποχών
και η κατάκτηση του κέντρου των αφηγήσεων αφού από εκεί θέλει να αφηγείται τις ιστορίες. Ο λαβύρινθος και η κατάδυση στο κέντρο, στο βάθος στον πυρήνα του ασυνειδήτου, το τέρας από το οποίο κατοικείται – διφυές – όπως ο Κένταυρος, ο αδελφός μου ο μέντοράς μου λέει η Αριάδνη και διεκδικεί εν τέλει το θηλυκό από το αρσενικό την αφήγηση των ιστοριών, την δημιουργία.

Η συνομιλία της ποιητικής γραφίδας της Πόλυς με την παγκόσμια τέχνη μέσα από στιγμιότυπα ευαισθησίας είναι μια από τις ιδιότητες που θα αναφερθούν στα ελληνικά γράμματα, όπως και η αβίαστη αποφθεγματική φύση της η αίσθηση της συνομιλίας στο επίπεδο του «αυτονόητου» με μια «κρυφή αρμονία».
Σκέφτομαι τώρα κάτι που είπαν οι μεταφραστές του Σεφέρη για την ιδιαίτερη ιδιοφυία του έργου του. Μιλώ γα τους Edmund Keeley και Philip Sherrard. Είπαν λοιπόν, συγκρίνοντας τον Σεφέρη με τον Έλιοτ και τον Γέητς, ότι αυτό που τον διέκρινε (τον Σεφέρη) ήταν η ικανότητά του να εξάγει από μια τοπική πολιτική συνθήκη, από μια προσωπική ιστορία ή μυθολογία μια γενική αποφαντική πρόταση ή μια μεταφορά.
Επιτρέψτε μου να ισχυριστώ ότι κάτι ανάλογο έχω παρατηρήσει και στα ποιήματα της Πόλυς, τηρουμένων των αναλογιών, όπου τοπική πολιτική συνθήκη είναι η υπόθεση μιας ταινίας, ενός μυθιστορήματος, μιας μυθοπλασίας ή ακόμα και μιας βιογραφίας μιας λογοτεχνικής περσόνας, ενός συγγραφέα, μιας ποιήτριας, μιας μορφής του μύθου, ενός από τους αξιοσημείωτους ανθρώπους, που με τον τρόπο του Γκουρτζιέφ συνομιλεί.
Αυτό είναι διάχυτο σε ολόκληρη την ποιητικη συλλογή.
Ο μύθος χρησιμοποιείται σαν ένα φιλόξενο σύμπαν, για να κατοικήσουν οι εμμονές της Πόλυς. Οι ήρωες ή τα πρόσωπα έχουν εναλλακτικές ζωές, ή χρησιμοποιούνται μετατοπισμένοι για να εκφράσουν κάτι που βρίσκεται ανάμεσα στο πραγματικό και το μαγικό. Μια μεταφορά… μιαν έμμονη ιδέα.
Κατά το η κυρία Μποβαρύ είμαι εγώ, που είπε ο Φλωμπέρ, όλοι οι ήρωες είναι η Πόλυ τρόπον τινά. Κομμάτια δικά της και κομμάτια με τα οποία συνομιλεί.
Από το ποίημα «ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΚΡΙΣ ΚΕΛΒΙΝ
ΣΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ ΣΟΛΑΡΙΣ » – να θυμήσουμε τον ήρωα του μυθιστορήματος του Στανισλάς Λεμ που αποτέλεσε τη βάση για την ταινία του Ταρκόφσκι Σολάρις… ο ωκεανός των επιθυμιών που στέλνει απατηλά ομοιώματα μορφών που βλέπουν οι κάτοικοι του διαστημικού σταθμού στα όνειρά τους. Κάποια στιγμή και ο ιδιος ο Κρις Κέλβιν εφ΄ όσον μένει εκεί, παρασύρεται και ονειρεύεται και έρχεται η γυναίκα του που είχε πεθάνει στη γη να τον βρει. Όσοι έχουν δει την ταινία, ξέρουν ότι με σπαραγμό ψυχής ο Κρις Κέλβιν έβαλε την αυταπάτη που ήταν σαν την γυναίκα του σε μια διαστημική κάψουλα και την έστειλε στο διάστημα. Τη θανάτωσε δηλαδή δεύτερη φορά…
Και στο ποιημα αρχίζει να μιλά στο ημερολόγιό του – πιστεύοντας ότι είναι ο Χάροντας:
Αισθάνομαι πως είμαι ένας βαρκάρης, που περνάω τον κόσμο απέ-
ναντι, έγραψε ο Κρις Κέλβιν στο ημερολόγιό του, όταν βρέθηκε σε
τροχιά εκεί, στον πλανήτη Σολάρις.

Αλλά μια και για τα όνειρα που ίσως εκπληρωθούν είναι ο λόγος:

«Τα κομμάτια των ονείρων επιπλέουν σαν κούτσουρα που τα χτύ-
πησε ο κεραυνός.
Το πρωί θα τα μαζέψω προσεχτικά. Πρέπει να προσέχω γιατί κα-
ραδοκεί για να πάρει υπόσταση η ανταπόδοση των επιθυμιών και
θα γεμίσει το σκάφος χιμαιρικές μορφές που όλοι κρύβουν με βιάση,
όπως τα μυστικά σε μια επαρχιακή πόλη.»

Ακούστε Ξανά το τελευταίο στίχο, δεν σας φαίνεται σα να αποκαλύπτει κάτι γνωστό που δε μπορούσατε να διατυπώσετε;

Περνάω τώρα, στην ίδια πάντα γραμμή, της γενίκευσης μέσα από το συγκεκριμένο, της μεταφορικής θέασης του κόσμου σε ένα ποίημα που αφορά το φλιτζάνι του καφέ – η Παράξενη μαντική του καφέ και σας διαβάζω ένα απόσπασμα:

«Τα πάντα εξαρτώνται από αυτόν που βλέπει. Οι κώδικες είναι αμ-
φίσημοι.

Μια άλλη ετυμολογία. Αλλά κυρίως είναι που κατεβαίνει όλος ο κόσμος και ο χρόνος.

Αυτός που περνάς δίπλα του σαν από παράθυρο τρένου και δεν τον
βλέπεις.

Μικραίνει μέσα σε ένα τόσο δα φλιτζάνι. Μικρόκοσμος, στα μέτρα
μιας ποθητής αμφισημίας.»
Από το ποίημα η «Η ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΜΑΝΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΦΕ»
Και τελειώνω με την περιδιάβαση σε αυτό το ιδιότυπο σύμπαν μέσα στο σύμπαν, με ένα απόσπασμα που θα σας διαβάσω από το ποίημα της Πόλυς ΟΙ ΑΠΟΧΡΩΣΕΙΣ του Πράσινου, που φαινομενικά θα μπορούσε να είναι ένα βουκολικό ποίημα, η εντυπώσεις από την παραμονή στην ύπαιθρο στις διακοπές. Και όμως:
και μετά οι περίπατοι έξω από τα φωτισμένα παράθυρα τη νύχτα
μικρές ιστορίες που φαντάζομαι σαν να είναι δικές μου
σαν αναμνήσεις από ζωές που δεν έζησα
των ανθρώπων
που ζουν εδώ
συνήθειες που οι επισκέπτες δεν καταλαβαίνουμε
ζαλισμένοι από την πυκνότητα του αέρα σε αυτό το υψόμετρο
μια μυστηριώδης κούραση για την οποία μιλούν οι ντόπιοι
σαν μια αρρώστια από το παρελθόν
που δεν σε αφήνει, δεν μπορείς να την ξεχάσεις
και μας κλείνει εμάς απ’ έξω
να περπατάμε στα σοκάκια του χωριού
ανίδεοι…
ακούγοντας τα βήματά μας στο πλακόστρωτο

Θαρρώ αυτό τον καιρό, που διάβαζα και βουτούσα σαν την ενυδρίδα για λίγο στα καθάρια νερά της έξοχης παραμυθητικής ποίησης της Πόλυς, πως ο κόσμος ολωσδιόλου απαλλάχτηκε από τον σκοτεινό και βδελυρό ρεαλιστικό Κυνισμό, αυτή την Ύδρα που κατατρώγει τις ψυχές των μικρών ανθρώπων.
Θαρρώ πως ο κόσμος ολότελα είναι αέρινος όπως μας λέει εκείνος ο στίχος του Ντύλαν Τόμας «It is so sad and beautiful, So tremulously like a dream.», πως τα υλικά του είναι «απαλός αχνός ύπνου» και στίχοι που λεν ακόμη , πως «Συχνά, στην Κοίμηση του Δειλινού, η ψυχή έπαιρνε αντίκρυ απ’ τα βουνά μιαν αλαφράδα, μόλο που η μέρα ήταν σκληρή και η αύριο άγνωστη».
Έτσι διανύω άλλο ένα σκαλοπάτι στην γλυκειά πειθώ της σιωπηλής μου τέχνης που μου υπαγορεύει πως η αυτή η ποίηση είναι, είναι αναγκαία, ηθικός πρόδρομος του βιώματος

Τα ποιήματα της Πόλυς δεν πατάνε επάνω σε κλασσικές ποιητικές φόρμες αλλά έχουν μια εξαίσια συναισθηματική ροή και εντελή αφηγηματική έκταση, και αυτά είναι στοιχεία που μόνον μεγάλοι ποιητές επιτυγχάνουν .

Προτελευταίος σταθμός το ποίημα ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΠΠΟΥ.
Μια μυθιστορία, κατάδυση στο παρελθόν, αναζήτηση του χαμένου χρόνου; μεταφορά για την ποίηση – την ποιητική δημιουργία ως κήπο – με τον τρόπο της Έμιλυ Ντίκινσον – σας παραπέμπω σε εκείνο το ποίημα που μιλά για την Έμιλυ Ντίκινσον που καλλιεργεί τον κήπο της και τα ποιήματα σαν φυτά…

Σκουπίζει την κρυάδα της πάχνης απ’ τα κρίνα.
Αφαιρεί τους νεκρούς μίσχους από τις παιονίες
προσέχοντας βέβαια να μείνουν στη θέση τους οι βλαστοί και τα φύλλα.
Έτσι ξεφεύγεις από τη μοίρα του θανάτου ψιθυρίζει τρυφερά και σκέφτεται
τα πουλιά της κάθε μέρας που θα χοροπηδήσουν δίπλα της ίσως πειραχτικά τις μέλισσες, το βατραχάκι που κοάζει ακούραστο μπροστά στο λασπότοπο. Σε ακούω, του λέει τότε κι εγώ είμαι κανένας και του κλείνει το μάτι.Μετρά τα σποράκια βεβαίως όπως τα θάβει ένα ένα σαν αριθμημένα ποιήματα για τον επιμελητή του μέλλοντος. Ο κήπος της μυρίζει αθανασία κρίνα, αστράκια και πανσέδες.

Για να περάσουμε στο περιβόλι με τον παππού – μια καλλιέργεια, μια στράτευση…

Μετά φορούσαμε οι δυο μας ψάθινα καπέλα
βαδίζαμε στην επικράτειά του
Εγώ ο στρατός σου, παππού
με την τσάπα στον ώμο
σε κατάσταση χάριτος

και τελειώνει:

ο χώρος δεν υπάρχει
άγνωστα ακίνητα ανάσκαψαν τα ίχνη της πορείας μας
σπιτάκια ξένα
στριμώχνονται, φυτρώνουν, οι ρίζες τους ξεθεμελιώνουν
το χτήμα
Εγώ έχω καταταγεί από τότε, ξέρεις
συνεχίζω να ποτίζω
δεν έφυγα ποτέ
Σίγουρα μια στράτευση…

Τελευταίος σταθμός στην περιπλάνησή μου, και σας ευχαριστώ για την προσοχή σας, το ποίημα Ι am nobody – είμαι ο Κανένας – δάνειο ίσως επειδή είναι στα αγγλικά από το ποίημα της Εμιλυ Ντίκινσον είμαι κανένας. Εννοείται πως στο υπόβαθρο είναι πάντα ο Οδυσσέας και οι περιπέτειές του, τα πάθη του, οι απάτες του, μια πορεία ταυτότηταςς ώστε ο Κανένας να γίνει κάποιος…

Και καταλήγει το ποίημα και εγώ την ομιλία μου με το συμπέρασμα – που περιλαμβάνει όλες τις Οδύσσειες και αυτήν του Σεφέρη στο πάνω σε ένα στίχο αλλά και αυτήν του Ιωακείμ ντυ Μπελλαί – Ευτυχισμένος που όπως ο Οδυσσέας έκανε ένα όμορφο ταξίδι και γράφτηκε γύρω στα 1500.
Heureux qui, comme Ulysse, a fait un beau voyage, Joachim DU BELLAY.

Κάθομαι λοιπόν στο γραφείο μου
πίνω τσάι με τζίντζερ στις πέντε το απόγευμα
κοιτώ με αγάπη το μελανοδοχείο μου
την πένα μου με το φτερό
και σκέφτομαι το μελάνι που χύθηκε
και όλα τα ποιήματα που γράφτηκαν
για την Ελένη
για το ταξίδι μου
ευτυχισμένος όποιος…
Και σαν να συμφιλιώνομαι τότε με τους Λαιστρυγόνες
που κουβαλώ μεσ’ την ψυχή μου σαν όλους μας

Τελειώνω κι εγώ το ταξίδι μου, Ευχαριστώ αγαπητή Πόλυ. Σου είχα πει ότι είχα άγχος πριν ξεκινήσω να διαβάζω ότι ανέλαβα κάτι πάνω από εμένα. Διαβάζοντας όμως το άγχος λύθηκε και ήρθε η μαγεία της αφηγηματικής ποίησής σου ότι κι αν πει κανείς εγώ η άλλος η συλλογή αυτή θα μείνει στα Ελληνικά γράμματα ως ένα υπέροχο δυνάμει ατέρμονο ποιητικό ταξίδι σε επάλληλους ποιητικούς κόσμους .

Hunters in the Snow Winter Pieter Brueghel the Elder