γιατί ο Λάνθιμος στις Κάννες;

Πράγματα όπως ένα λιτό κόσμημα στο λαιμό, γερά δόντια
μια καλή στέγη, ένα θέατρο, η ανάγνωση
ενός πραγματικά ωραίου βιβλίου
της έδιναν την αίσθηση της συνέχισης της καλής ζωής
καθώς μάθαινε δημιουργικά στη στέρηση της

δεν την γέμιζε με δυστυχία η έλλειψη αγαθών
καθώς ποτέ δεν λάτρευε την υπερβολή
ίσως μόνο εκείνη η ανάμνηση της στο νεανικό σεξ

αφαίρεση 2021  _______________________________

[ η ανάμνηση ότι δεν χόρταινε
το παλλόμενο υνί του εραστή της
να την γεμίζει ξανά και ξανά
κι ο γλυκασμός καθώς ένα λυγισμένο κλωναράκι
κι εκείνος θεόρατος από πάνω της
στη ηδονιστική έξαψη
στα διψασμένα ακόμη πάνω χείλη                                                                                              του όμορφου μουνιού της ]

_____________________________________

ώσπου η προσωρινά διαρκής φτώχεια και τα γηρατειά
της τα αποστερούσαν ένα ένα
το έβλεπε αυτό και σε άλλους αποσβολωμένους άτυχους
γερασμένους ανθρώπους να συμβαίνει

ο πατέρας της που ‘χε πια χάσει
τα περισσότερα δόντια του
και με δυσκολία μασούσε
αλλά φοβόνταν να πάει στην οδοντογιατρό,
γιατί δεν ήξερε

οι γυναίκες στην λαϊκή με τις ανθρώπινες κοιλιές τους
τα αστεία πράσινα μπλουζάκια τους
τα φτηνά βραχιολάκια
και τα πεσμένα στήθη τους
όπως στις φωτογραφίες από φυλές της αφρικής
ιθαγενείς της δικής της φυλής

οι γυναίκες κι οι άνδρες της
με τους γομφίους να λείπουν στο χαμόγελο
που θαρρούσε πως κρύβονταν απ τη σκηνή της εμπειρίας
που θαρρούσε πως κρύβονταν από την ηδονή
ήταν άραγε ζητούμενο σ’ άλλους
η λατρεμένη ηδονή;

αινίγματα που ολοένα της σφηνώνονταν στο κεφάλι
μέσα από τους ατέλειωτους γρίφους
γιατί ήταν φτωχιά και θάθελε να είναι λίγο πλούσια
γιατί ήταν μια αποτυχημένη μικροαστή δασκάλα·
γιατί ο Λάνθιμος στις Κάννες;

Κι αλλά αινίγματα κι ατέλειωτοι γρίφοι
στης ζωής το βουβό της παραμύθι
γιατί γιατί γιατί
σκέφτονταν ότι ένας θάνατος σαν ήταν νέα
μέσα στην απατηλή λάμψη της νιότης της
θα ήταν ένας ωραίος θάνατος ·
όλοι οι ανερμάτιστοι θάνατοι σκέφτονταν

και την παρηγορούσε η ηδονή της όσφρησης
η οσμή του ψητού χοιρινού με το νερό και το λάδι
που σιγόκαιγε στον παλιό της φούρνο

 

Πράγματα όπως ένα λιτό κόσμημα στο λαιμό, γερά δόντια
μια καλή στέγη ένα θέατρο, η ανάγνωση
ενός πραγματικά ωραίου βιβλίου
της έδιναν την αίσθηση της συνέχισης της καλής ζωής
καθώς μάθαινε δημιουργικά στη στέρηση της

δεν την γέμιζε με δυστυχία η έλλειψη αγαθών
καθώς ποτέ δεν λάτρευε την υπερβολή
ίσως μόνο εκείνη η ανάμνηση της στο νεανικό σεξ

η ανάμνηση ότι δεν χόρταινε
το παλλόμενο υνί του εραστή της
να την γεμίζει ξανά και ξανά
κι ο γλυκασμός καθώς ήταν ένα λυγισμένο κλωναράκι
κι εκείνος θεόρατος από πάνω της
και τις ωραίες στιγμές να τη χύνει
στη ηδονιστική έξαψη της στιγμής
πάνω στα διψασμένα ακόμη χείλη του όμορφου μουνιού της

ώσπου η προσωρινά διαρκής φτώχεια και τα γηρατειά
της τα αποστερούσαν ένα ένα
το έβλεπε αυτό και σε άλλους αποσβολωμένους άτυχους
γερασμένους ανθρώπους να συμβαίνει

ο πατέρας της που ‘χε πια χάσει
τα περισσότερα δόντια του
και με δυσκολία μασούσε
αλλά φοβόνταν να πάει στην οδοντογιατρό,
γιατί δεν ήξερε

οι γυναίκες στην λαϊκή με τις ανθρώπινες κοιλιές τους
τα αστεία πράσινα μπλουζάκια τους
τα φτηνά βραχιολάκια
και τα πεσμένα στήθη τους
όπως στις φωτογραφίες από φυλές της αφρικής
ιθαγενείς της δικής της φυλής

οι γυναίκες κι οι άνδρες της
με τους γομφίους να λείπουν στο χαμόγελο
που θαρρούσε πως κρύβονταν απ τη σκηνή της εμπειρίας
που θαρρούσε πως κρύβονταν από την ηδονή
ήταν άραγε ζητούμενο σ’ άλλους
η λατρεμένη ηδονή;

αινίγματα που ολοένα της σφηνώνονταν στο κεφάλι
μέσα από τους ατέλειωτους γρίφους
γιατί ήταν φτωχιά και θάθελε να είναι λίγο πλούσια
γιατί ήταν μια αποτυχημένη μικροαστή δασκάλα·
γιατί ο Λάνθιμος στις Κάννες;

Κι αλλά αινίγματα κι ατέλειωτοι γρίφοι
στης ζωής το βουβό της παραμύθι
γιατί γιατί γιατί
σκέφτονταν ότι ένας θάνατος σαν ήταν νέα
μέσα στην απατηλή λάμψη της νιότης της
θα ήταν ένας ωραίος θάνατος ·
όλοι οι ανερμάτιστοι θάνατοι θα τα ωραίοι, έτσι σκεφτόταν

και την παρηγορούσε η ηδονή της όσφρησης
η οσμή του ψητού χοιρινού με το νερό και το λάδι
που σιγόκαιγε στον παλιό της φούρνο

Μάιος 2017

Μαθιός Θαλασσινός

Πόλεμος, ασύμμετρος πόλεμος

Για το Μάντσεστερ
θλίβομαι ναι και ωχριώ

Ο πόλεμος αιώνια είναι φρίκη
δεν υπάρχει αιτία
είναι παγκόσμια και διαρκής συνωμοσία
τα χουν πει και τα χουν πει
δίχως τίποτε ποτέ να βγεί

κάποιοι στα σοβαρά φτάσαν να λεν
για μούσια πράσινα φαινόμενα
πράσιν’ άλογα πέτριν’ άνομα

Πόλεμος, ασύμμετρος πόλεμος
τα τριαντάφυλλα μαραίνονται
μιλούν οι ρήτορες
νουθετούν τώρ’ οι ρήτορες

άλαλο κι οικτίρμον το μέγα πλήθος
κι ο Πόλεμος ο ανόσιος Πόλεμος
ο μέγας νταβατζής
της Ιστορίας ο άθλιος υποκινητής

Μελαγχολία του Κλεάνδρου Ιάσονος ποιητού εν τη Ελληνική Επαρχία · 2ΧΧΧ μ.Χ.

Μελαγχολία του Κλεάνδρου Ιάσονος ποιητού
εν τη Ελληνική Επαρχία· 2ΧΧΧ μ.Χ.

Υποκριτικά Κρυπτικά μ’ ά-κρυπτα

Μεγάλες αξεσκέπαστες αμαρτίες
του επαρχιακού δύσωδου
και πουριτανικού μας καπιταλισμού

οάσεις κι ουτοπίες
αγαθές αμαρτίες

Πυκνωμένος σοσιαλιστικά
συστρεφόμενος ως τα βαθιά
βάρβαρος καπιταλιστικός βαρβαρισμός.

Γόοι του ποιητού για το ανελεήμον
πυκνή της ιστορίας η δομή
λίγα της έμελλε πάντα να γράφονται

Επεισόδιο Πρώτο

Έχομε στη μικρή μας πόλη
ένα κομψό Μαγαζάκι ΙΔ
σαν να λέμε μια μικρή Θήβα,
που είναι ολόιδια η Θήβα
παντού.

Ο νεαρός εκτελεστικός Διευθυντής
ένας οιονεί τίμιος νεαρός Κρέων,
στις πλάτες του δήμου έχει καθήσει
τ’ ωραίο του κι αισθητικό μαγαζάκι,
όμορφα καθώς για τ’αγαθό ρητορεύει
όσο το δικό τ’ αγαθό πρυτανεύει

Ο ωραίος νεαρός Κρέων ο μικρός
το κοιμισμένο πλήθος νουθετεί
τα θαυμάσια απολαμβάνει
δικαιώματα του διευθυντικά
εύκολο βίο δίχως βιοπάλη
προνόμια και μισθά
μ’ αριστερή λιτότη και κραιπάλη

το νόμο πάντ’ επικαλείται,
του νόμου το δίκιο πάν’ απ τη πόλη
το δίκιο του νόμου πάντα σε πάλη
κανονισμέ λειτουργίας νόμε σωστέ
κανονισμέ λειτουργίας άλλοθι μου κι Εαυτέ

Πάντα Ωραία τοπική
κι εθνική δημοκρατία
οι παντοίω τρόπω μέσα
στην παντοίω τρόπω χύτρα μέσα
μάκαρες και αυλάρχες
οι έξω λεχρίτες κοπρίτες και πελάτες
Αλί.. τσακαλώτε αριστερέ μου πρώτε !

Δον κιχώτης

1
Δον κιχώτης θλιμμένος πλανώμαι
στα τυχαία της τύχης περίχωρα
και τις συνοικίες της μοίρας
τον έσχατο χρόνο στο εκκρεμές
απελπισίας τε και απορίας
ηλεκτρό χτυπημένος
και τα κρυπτά υποτονθορύζων σημεία
απ’ τους ατέλειωτους γρίφους της Σφίγγας
που τη λένε και μάνα μου
και κεφάλια χίλια σε κάτοπτρ’ αινίγματα
των στιγμών μου προβάλλει.
Θωμάς Αβεδλάμης
2.
Δον κιχώτης θλιμμένος
περιπλανώμαι στα περίχωρα
της τυχαιότητας και τις συνοικείες της μοίρας
στων έσχατων χρόνων
στ’ απελπισίας κι απορίας εκκρεμές
ηλεκτροχτυπημένος
και τα κρυπτά
μουρμουρώντας σημεία
απ τους ατέλειωτους γρίφους της Σφίγγας
που τη λένε και μάνα μου
και κεφάλια χίλια σε κάτοπτρ’ αινίγματα
των στιγμών μου προβάλλει.
3.
Δον κιχώτης θλιμμένος πλανώμαι
στα τυχαία της τύχης περίχωρα
και τις συνοικίες της μοίρας
στο έσχατο χρόνο
κι απορίας τον άπορο πόρο
κεραυνόπληκτος
και τα κρυπτά
μουρμουρώντας σημεία
απ τους ατέλειωτους γρίφους της Σφίγγας
που τη λένε και μάνα μου
και κεφάλια χίλια σε κάτοπτρ’ αινίγματα
των στιγμών μου προβάλλει.

klee

στην πατρώα του θανάτου γη

Όλοι κάποτε αγωνιωδώς
μιαν ικανοποιητική αναζητούμε ταυτότητα
σε αυτόν το οδυσσειακό νόστο
στην πατρώα του θανάτου γη
χαοτικά συστρέφουμε τον πολύμορφο εαυτό
μέσα ή έξω απ’ τα παραδεκτά.

Όλοι αγαθοί πλήν
των αμετακλήτως κακών
το δικαίωμα στην αναζητούμε ζωή
ριγηλό κι άλλοτε λιτό
σαν τον μανδύα τριμμένο
του μοναχού εαυτού
που σε μονιά κρυφή
στο πουθενά ψιθύρους φυσά

Πάντα οι άνθρωποι
οι άνθρωποι πάντα
κι ολοένα βουλιάζουν
σ’εκτός επιβίωσης αίτια
αναίτια εγκλήματα
που στερεύουν τ΄ επίθετα
σ’ απληστίας σφενδόνη
Φοβερό ! πως να το πω Λυγμό;

Οι ανθρώποι πάντα
πάντα οι άνθρωποι
τη ζωή συνεχούν
τυφλοί στ’ αυτιά τε και στο νού
στ’ όμματ’ αυτοί
δίχως μάθος κανένα
με της αρετής πάντα φτωχή την αρένα

Ο Θωμάς Οβεδλάμης