Κι όσο καθένας ζει 

Κι όσο καθένας ζει
μαθαίνει να θυμάται
πως είναι πάντα μοναχά
ένα μικρό νησί
που μόνο μεγαλώνει
σαν το θυμάτ’ άλλα νησιά
να νοιάζεται δίχως να περιμένει
μα όλο να δίνεται σε θάλασσα
κι άφρο, στην μοναξιά,
που χει παντοτινό γαμβρό

έτσι ειν’ η μοίρα,
τ’ αδράχτι της κλώθει
στα νιάτα τη χαρά
στα γηρατειά τη γνώση

συντεχνία αμφίβολη

Σας βαρέθηκα ποιητές
ένα γραφειάκι σ’ ενα γκισέ
όλη η ανατροπή σας
η μικροαστική ματαιότητα
της διάκρισης σε μιαν 
συντεχνία αμφίβολη

όλα τ’ άλλα

Η Τέχνη που είναι όλα τ’ άλλα πλην τέχνης
Η τέχνη συντεχνία και συμπαιγνία
λέγε με κέρδος λέγε με και εμπορία
Η τέχνη αποφαίνεται, σαν την Πυθία φαίνεται
στο μέλλον πέρα ως πέρα εξυφαίνεται
Η Τέχνη αναγκαίος εγκλεισμός
Ο Καρυωτάκης ο Λάγιος η Έμιλυ
απ’ το θάνατο μιλούν, τα 148
του νεκρού Μοντιλιάνι εκατομμύρια
οι καταραμένοι ποιητές
κι ο ακρωτηριασμένος πρίγκηπας Ρεμπώ
τα Public και τα κρατικά
στης επαρχίας χορεύω τη φθορά
Δεν υπάρχει ψυχραιμία ολοένα σπεύδουμε
Ω λαίμαργη Κυρά ! Λήθη για τον καθένα
Δόξα για τους λίγους μοναχά

 

 

Καμιά φωνή

Καμιά φωνή της επαρχίας
τα σύνορα να σκίσει δεν μπορούσε
η μόνη φωνή κείνος ο σπόρος
που την αιωνιότητα κοιτούσε
με της αλήθειας το θράσος
και της αλήθειας τ’ αβαρές το θάρρος
ο σπόρος βαθιά τις ρίζες που βουτούσε