είχε αρχίνισει να ξεχνά πως ένιωθε
όταν η ευτυχία ήταν σεντόνια δροσερά
και μυρωδιά απ’ αντηλιακό
έμοιαζε η ζωή έρημος στο πουθενά
μια φλεγόμενη ματαιοδοξία ολόγυρα
μια μόνη ανάταση που προβολή ζητούσε, να μιλά
όταν σαν αλογόμυγα τισμπούσε γυρίζε το νού
κι ορθά στα κείμενα έστεκε μπροστά
η ιδεολογία μεταβάλλει του κόσμου το ρυθμό
φοβόταν μα πως μόνη ιδεολογία
ήτανε πια ο φασισμός
Ξυπνούσε το πρωί κι είχε ξεχάσει
και πουθενά δεν έβρισκε σκιά
για ν’ αποστάσει και δροσερό νερό
ήταν τα πάντα σκόνη
από θάνατο στεγνό