Κουβαλούσα για χρόνια μια πέτρα κρεμασμένη στο λαιμό μου,
Σχεδόν μ’ αρρώστησε
Δεν το παιρνα απόφαση τη πέτρα να βγάλω απ το λαιμό μου
Ένιωθα πως υποχρέωση την είχα στον εαυτό μου
Παρακαλούσα το θεό να με λυτρώσει
Τον σιχτιρούσα άλλοτε που δεν με καταλάβαινε
Κάποια στιγμή μια πληγή στο πόδι κακοφόρμισε
Μα δεν την είχα έννοια την πληγή μου
Από την πέτρα που είχα δεμένη στο λαιμό μου
Γάγγραινα έγινε η πληγή και πράσινη γλίτσα
Εχύνονταν από μέσα
Έφτασε η πληγή στην πέτρα μα κείνη δε πρασίνισε
Μον χτύπησε την καρδιά μου, που σταμάτησε
Ποτέ δεν με ξελάσπωσε τίποτα απ τους λάκκους που η καταγωγή κατά πως θα λεγε το μάθημα θρησκευτικών και κοινωνικής αγωγής ή μια αστή κακιασμένη Θεία μου με έριξε με όλη της τη δύναμη.
Ό,τι με βρήκε με βρήκε γιατί ονειρεύτηκα τρυφή κι έκαμα υποχωρήσεις όλες που «έπρεπε» να κάμω, υποτασσόμενος στο κυνισμό της αγοράς, υποτασσόμενος σε αρχές έξω απ τις δικές μου.
Όταν η γάγγραινα έχει προχωρήσει κόβεις το πόδι για να γλιτώσεις το θάνατο αυτό είναι μια αρχή που τη μαθαίνεις μόνο βιωματικά δυστυχώς, η θεωρία είναι πάντα τρυφερή σε σχέση με την πραγματικότητα.
Δεν έχω πληρώσει το σύνολο των οιονεί αδικιών που έπραξα, αλλά τα 7 χρόνια κατάρας που αναμενόμενα πέρασα δεν ξέρω αν στην περίπτωση μου θα φτάσουν. Καλή είναι κι η κατάρα σε μαθαίνει πώς να ζείς με τις ακρίδες.