Κουβαλούσα

 

Κουβαλούσα για χρόνια μια πέτρα κρεμασμένη στο λαιμό μου,

Σχεδόν μ’ αρρώστησε

Δεν το παιρνα απόφαση τη πέτρα να βγάλω απ το λαιμό μου

Ένιωθα πως υποχρέωση την είχα στον εαυτό μου

Παρακαλούσα το θεό να με λυτρώσει

Τον σιχτιρούσα άλλοτε που δεν με καταλάβαινε

Κάποια στιγμή μια πληγή στο πόδι κακοφόρμισε

Μα δεν την είχα έννοια την πληγή μου

Από την πέτρα που είχα δεμένη στο λαιμό μου

Γάγγραινα έγινε η πληγή και πράσινη γλίτσα

Εχύνονταν από μέσα

Έφτασε η πληγή στην πέτρα μα κείνη δε πρασίνισε

Μον χτύπησε την καρδιά μου, που σταμάτησε

 

Ποτέ δεν με ξελάσπωσε τίποτα απ τους λάκκους που η καταγωγή κατά πως θα λεγε  το μάθημα θρησκευτικών και κοινωνικής αγωγής ή μια αστή κακιασμένη Θεία μου  με έριξε με όλη της τη δύναμη.

Ό,τι με βρήκε με βρήκε γιατί ονειρεύτηκα τρυφή κι έκαμα υποχωρήσεις  όλες  που «έπρεπε» να κάμω, υποτασσόμενος στο κυνισμό της αγοράς, υποτασσόμενος σε αρχές έξω απ τις δικές μου.

Όταν η γάγγραινα έχει προχωρήσει κόβεις το πόδι για να γλιτώσεις το θάνατο αυτό είναι μια αρχή που τη μαθαίνεις μόνο βιωματικά δυστυχώς, η θεωρία είναι πάντα τρυφερή σε σχέση με την πραγματικότητα.

Δεν έχω πληρώσει το σύνολο των οιονεί αδικιών που έπραξα, αλλά τα 7 χρόνια κατάρας που αναμενόμενα πέρασα  δεν ξέρω αν στην περίπτωση μου θα φτάσουν. Καλή είναι κι η κατάρα σε μαθαίνει πώς να ζείς με τις ακρίδες.

ένα κόσμος θλιβερών ανισοτήτων

Ζούμε σε ένα κόσμο θλιβερών ανισοτήτων και διαρκούς θορύβου ανοησίας, ελάχιστοι πραγματικά διαβάζουν οτιδήποτε και ακόμη λιγότεροι κατανοούν το ελάχιστο.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος δεν είναι να γελούν μαζί αλλά ο σωρευτικός οχετός του θορύβου που καθιστά οτιδήποτε ως μη ον.
Η λογοτεχνία έγινε εν πολλοίς παραλογοτεχνία, στο μέλλον υπάρχουν μόνο κάτι γυμνοσάλιαγκες θαυμαστές αρχαιοτήτων
Ω αφήστε με να ακούω τα πλήκτρα της μηχανής, αποδίδω επάνω τους λίγο απ το μίσος που γεννήθηκε εντός μου.

Ο φόβος

Έχω το φόβο πως κάποια στιγμή δεν σου φτάνει όλη η δύναμη του κόσμου εκείνη τη στιγμή πρέπει να χεις βαθιά συλλογιστεί για την αλήθεια, να το χεις κάμει βίωμα και δέρμα.Η αλήθεια χάνεται ή δεν χάνεται με το θάνατο;

Ξεκινώ παράλληλα να σκέφτομαι και για εντελώς άλλους λόγους, τι είναι πολιτισμός, μπορεί αλήθεια να μου πει κάποιος, με λίγες μετρημένες κουβέντες τι είναι αυτό το περίβλεπτο πρόσχημα, ποιος είναι κείνος ο βαθύτερος αιτιακός της ύπαρξης του λόγος; Σκέφτουμαι πως εκείνος θα μας πει ξανά τi λογιό πολιτισμό εθέλουμε.

Και αυτό με οδηγεί επίσης να σκεφτώ ποια είναι σήμερα εκτός απ΄την αδράνεια, η πυρηνική, η βαθιά για το σχηματισμό της κοινωνίας αιτία. Και επίσης αν αυτή η βαθύτερη συνθήκη επιτρέπει ας πούμε, το φαινόμενο της φτώχειας των αστέγων, της τεράστιας ανώφελης κοινωνικής ανισότητας.

Μήπως έχουμε χάσει μέσα σε όλο τον επιστημονικό μας οίστρο, την ικανότητα εξέτασης αν πληρούνται οι βασικές αρχές του άτυπου κοινωνικού συμβολαίου στη βάση κάθε κοινωνίας και πλέουμε ανερμάτιστα όπου μας επιτρέπει το «υπερδικαίωμα διαχείρισης»;

Δεν βλέπεις καθαρά την αλήθεια ποτέ, πάντα υπάρχει το προσωπικό φίλτρο της βόλεψης, μιαν ανάγκη σου, η χοντρή κοιλιά, μια ασυνάρτητη ηδονή.

Δεν την βλέπεις ποτέ παρά μόνον κρεμασμένος από το τέλμα ενός αδιεξόδου.

Τι να την κάνεις τέτοια αλήθεια που σε κεντρίζει πάντα με τον πόνο των λαθών κι όλη την κακοήθεια της ύπαρξης;

– Για τους φίλους μου

Τρείς αφορμές και τέσσερα χτυπήματα

Καταλαβαίνω όλες αυτές οι γιορτές λογοτεχνίας

τόσο ρηχές δικαιολογίες /

η ζωή με γλυκύτητα και βία κοντά μας καλεί

της αγάπης την πυγμή και την απλότητα ν αποδείξουμε ζητεί

Καταθέτω ότι το επιχείρημα πως ο σύντροφος τιμωρήθηκε αρκετά

από την μη παρουσία του στην Επιτροπή

δεν είναι ισχυρό

γιατί λυπούμαι θεωρώ

οτι από τη δράση του και μόνον

η Επιτροπή δυσλειτούργησε επι μακρόν

αλλά επιπροσθέτως άδικ’ απαξιώθηκε

την θεσμική του ρόλου της ισχύ που αγνοήθηκε

τις εκκλήσεις της και την δημοκρατική εξουσιοδότησή της

οικτρά που προσβλήθηκε

Είναι τόσο μπερδεμένος ο κόσμος

μέσα στους ολοένα σκληρούς καιρούς

πάντα ψάχνει τους εχθρούς,

μα όχι τις αιτίες της αγυρτείας αδελφές

και των ιερατείων παλιών και νέων,

φίλες πιστές που στέκουνται κει

το συφέρο να κοιτούν άριστων τε κι αγαθών.

 

Και τώρα νυχτερινά στιφά με βρίσκουνε μαντάτα

πως του δίκιου τον καμβά

μ’ υπομονή και στέρηση τον στήνεις

μέχρι σε μιαν επιπόλαια στιγμή

της αδικίας το πέτασμα φαιδρό

αδόκητα της μοίρας τα χρώματα μαυλίσει