τραγουδούν τα πουλιά

Ντραμ ντριμ ντραμ
Κουνήθηκαν τα τραμ
Και παίζαν τα παιδιά
Στων γλαυκών ανέμων τη θωριά

Κι εσύ Κοριτσάκι με το μισό δοντάκι
Και στα μαλλιά το κοτσιδάκι
στης στιγμής τις φωνές
θα αναζητώ της χαράς το λυκαυγές

Ζωή μου ψεύτρα
Βραδιά πλανεύτρα
Σπυρί χαράς,
Ανάερο πέπλο κεριού φωτιάς

Μεθύσαμε πάλι με ελπίδα μόνο
Αντίφασης ωδή στης λογικής τον ασάλευτο θρόνο
Μα είναι κούφιο της προσδοκίας μας το ντύμα
ανθρώπου βούληση ν’ αλλάξει στην άτροπο το νήμα

Και τραγουδούν τα πουλιά στης νοτιάς τη σιγαλιά
Κου ου κουα κου ου κουα
Να θυμίζουν δειλά
των καιρών την αβάσταχτη σειρά.

Στρατής Φάβρος

Sunset Anna Theoharaki

οι δόλιες συνήθειες οι παλιές

Είμαι πλέον γέρος και ενώ
το σώμα μου ενός γέρου είναι το σώμα,
εξακολουθώ τη ταυτότητα μου ν’ αντιλαμβάνομαι σε ένα σώμα νεαρό
ως εκ παραδρομής καθώς αλήθεια φαίνεται με τρόπο στρεβλό
του νεαρού μου εκείνου εαυτού επιθυμίες αποζητώ, τι φαιδρό
με λαγνεία τον εαυτό μου κοιτώ και γελούν οι καθρέφτες
των νεαρών επιθυμιών οι δόλιες συνήθειες οι παλιές
τρώγω, πίνω, καπνίζω, επιθυμώ και σε τίποτα φευ να συμμορφωθώ
δε νοώ, Alas οι καθρέφτες δεν έχουν της δικής μου μόνο νόησης το ρυθμό
λάγνοι άγγελοι που της επιθυμίας μου τη φαιδρότητα τη προφανή
με σαρκασμό κοιτούν και στον καιάδα της λήθης πετούν
και όσο και αν προσπαθώ τον ηθικό και δίκαιο κρυφό μου εαυτό
Στης στιγμής να επιβάλλω τον αδυσώπητο φασισμό
Θα πεθάνω θαρρώ με των έξεων τη δορά ένδυμα μου φτωχό.

Στρατής .Φάβρος

Photopurism Frantisek Drtikol and the Czech Avant Garde

«Πολλ’ οίδ’ ἀλώπηξ, ἐχῖνος δέ έν, μέγα».

Multa novit vulpes, verum echinus unum magnum»
Αρχίλοχος από Εράσμου Adagia

«Πολλ’ οίδ’ λώπηξ, χνος δέ έν, μέγα».

Αρχίλοχος


Ήσυχος άνθρωπος μετά βίας μια κουβέντα να του αποσπασθεί
όλο του το κορμί, του γλυπτού του, αν θα λέγαμε, το αποτύπωμα σεμνό

άνδρας που τις λέξεις του μετρά και τις γυναίκες δύσκολα κοιτά
μύχιες σκέψεις αλλά, τον φρενήρη ορισμό του τρελά
βασανίζουν,

και ευθύς στο κινητό τον στέλνουν σαν της μοίρας του τα νήματα να ορίζουν

μειλίχιος, πράος, ντροπαλός, γνώστης μιας γλώσσας μεστής
δόλια στον καιρό της επιστήμης, αναποτελεσματικής,

με τα ελαφρά ιζήματα του χρόνου στο σκαρί
μόνος ενώ σε πολλούς ανάμεσα σαν σε γιορτή

πολλά να υποθέσει κανείς μπορεί
εκείνος ξέρει μόνο ότι η γνώση του φορέας δεινών ιδιοτήτων ικανή
την ευτυχία του την πρώτη να υποκαταστήσει επιχειρεί
ποτέ ξανά στην άφθορο των ονείρων του την νιότη
ποτάμι να πλεύσει δις θα βρεθεί

στ μ χερον βέλτιστον μιας θεωρίας χολής
και παλιάς το επίτευγμα διδαχής, χωρίς και γι αυτό να είναι εσωτερικά συνεπής

έχει θαρρείς στο ατέλειωτο του παρόντός του χρόνο εγκλωβιστεί
στη φθορά της ζωής, που πιο μικρή απ τη φθορά των ονείρων , ιδανικής προβολής
της ευτυχίας του απόσταγμα, της ζωής του η πυξίδα να προβάλλει, ως νουνεχής.

 cf87cf89cf81ceafcf82-cf84ceafcf84cebbcebf1.jpg

και δη λέγω σοι.

«και δη λέγω σοι. τον νεκρόν τις αρτίως
θάψας βέβηκε κάπι χρωτί διψίαν
κόνιν παλύνας καφαγιστευσας α χρη·»

Αντιγόνη, Σοφοκλή.

Λίγη διψασμένη σκόνη, χώμα να γίνω
να χαθώ κι’ εγώ στο μαύρο χώμα,
Ζόφος πικρός, στάλαγμα μαύρο δάκρυ
πίκρανε η λίμνη ζωή.
Περίεργη μοίρα φόβο και θάνατο
να πρέπει να υποφέρουμε,
σπονδή στην απουσία τους.

Πόσο αθώα είναι η νεότητα
με τα μάτια διάπλατα τον κόσμο κοιτά
κι όταν ο ήλιος αποκάμει
τίποτα δεν ακούει μήτε κοιτά πια
μόνο τον εαυτό της αγαπά.

Να ζητήσω μιαν άλλη φωνή,
μια δίκαιη δίκη, θα ακούσει κανείς;
Νοιάστηκε κανείς ποτέ, πάρεξ όταν
αργά είχε πια το τέλος σιγήσει;
ποιος οφείλει άραγε, υπάρχει ο άλλος
η μιλούμε μόνοι σε δραματικό μονόπρακτο,
κοιτάζοντας τη σκόνη της μοναξιάς στον ουρανό.
Δέθηκε η γλώσσα μου, μουγγός σε βωβή ταινία
έτσι μόνος κενός παραδέρνω αναζητώντας
σχήμα όπως χωρίς μορφή είμαι, σκιά όπως
χωρίς χρώμα είμαι, κίνηση ενεή,
έτσι τελειώνει ο κόσμος,
όπως η προφητεία προλέγει
πνιγμένος στον αργόσυρτο λυγμό του,
ξαγρυπνώ εκείνη τη μαλακή και γλυκιά ώρα
που το βλέφαρο λυγά μιαν άφεση να ζητώ,
πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου
δεινότερον πέλει.

Στρατής Φάβρος Οκτώβρης 2012

432012_484441354918907_1676958569_n

 

 

 

 

 

Τρυφερό είναι το χάδι της αμαρτίας σαν τον ύπνο που δεν θέλει να τελειώσει,

«ἀτὰρ Κυθέρειαν, ὅτι προσέκυρσε Κυθήροις.
Κυπρογενέα δ’, ὅτι γέντο περικλύστῳ ἐνὶ Κύπρῳ.
ἠδὲ φιλομμειδέα, ὅτι μηδέων ἐξεφαάνθη.»
ΗΣΙΟΔΟΣ ΘΕΟΓΟΝΙΑ

Τρυφερό είναι το χάδι της αμαρτίας σαν τον ύπνο
που δεν θέλει να τελειώσει,
και που γλυκά σαν σε ονειροφαντασιά
σ’ αφήνει και σε πιάνει
στα πλουμιστά ασημένια του δίχτυα,
αναδύεσαι ζαλισμένος
και ξέπνοος στον αγέρα πατέρα
που δε σε θέλει για παιδί
όπως ο παππούς σου ο Κρόνος,
που φέρει ρόλο βαρύ στους αιώνες
να ξεκάμει τ’αχαμνά του σκοτεινού Ουρανού,
για τη ζωή της αφρογενέας ομορφιάς,
που απ’ το ευνουχισμένο μόριο
το σερνικό γεννιέται,
και όχι λιγότερο, να τρώγει τα παιδιά του
για της ζωής τη τάξη,
της επανάστασης την κυκλοδίωκτη ρότα.
Και βυθίζεσαι πάλι
σ’ ένα κοχύλι με πέταλα
απο στιλπνό δέρμα κόρης
που έχει από χοές μειλίχιες ξελογιαστεί
και σε θωπεύει τρυφερά,
σαν ποθητό κορμί βαθύκολπης γυναίκας,
που με κίνδυνο αθώο σου δόθηκε
ένα λαμπερό υγρό και αλμυρό από την ανάμνηση
της θάλασσας μεσημέρι,
επάνω σε δροσερό,
μυρωδιές μεθυσμένο αγέρι.

Στρατής Φάβρος. 2012

Οι στίχοι από τη Θεογονία δεν θεωρούνται αυθεντικοί.

Giuseppe de Nittis, Nude with Red Stockings, 1879