στοχασμοί προς εαυτό

Aποκαλώ τον εαυτό μου, Αισθητικό Ορθόδοξο γιατί πολύ μου αρέσει από την άποψη της Τέχνης η Βυζαντινή Ποίηση του Ρωμανού του Μελωδού, έχω δε μεταφράσει στην δημοτική μαζί με τον Παλαμά και αρκετούς άλλους λιγότερο επιφανείς έως όπως εγώ ήσσονες της Ποίησης σπουδαστές, το Τροπάριο της Κασσιανής, η δε περίοδος του Ελληνικού Πάσχα είναι μια περίοδος κατά την οποία είμαι ευτυχισμένος που είμαι Έλληνας.

Επίσης μου αρέσει να επαναλαμβάνω την έρώτηση του Σολωμού ( που είναι ο ποιητής που καθιερώνει στην Λογοτεχνία τη δημοτική – γράφοντας μάλιστα σε φωνητική ορθογραφία-) “Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;” Η γλώσσα μου είναι Ελληνική είμαι Έλληνας, μα όχι Εθνικιστής, ασπάζομαι τον οραματισμό μιας Διεθνούς Ελευθερης κοινωνίας αλλά αυτό δεν με εμποδίζει να αισθάνομαι Έλληνας χωρίς κανενός είδους νοσηρής μισαλλοδοξίας και έχθρικού προς άλλα έθνη εθνικισμού, και τούτο επειδή μεγάλωσα με τον Όμηρο και όλη την Ελληνική Δημοτική αλλά και Λόγια παράδοση. Απλά δεν γίνεται αλλιώς.

Τέλος υπενθυμίζω σταθερά εις εαυτόν οτι η Δημοκρατία δεν είναι αυτονόητη αλλά χρειάζεται κάτι που λέω και σε αρκετά παλιότερα γραπτά μου μια «Δημοκρατία του συναισθήματος».
Είναι ανάγκη δηλαδή να προσερχόμαστε στον διάλογο όχι με πεποιθήσεις αλλά με θέσεις που θα είμαστε έτοιμοι να τις θέσουμε σε ειλικρινή διάλογο και να μετακινήσουμε. Η δημοκρατία είναι η συνισταμένη όλων των επιμέρους θέσεων που θα εκφραστούν.

σαν γαλαξίες

Στον Αδελφό μου

Κι εμείς που αγαπηθήκαμε, σαν γαλαξίες τώρα απομακρυνόμασταν γρήγορα μέσα στης νύχτας το σκοτάδι αμίλητοι και μόνοι ,
στρατοκόποι ο καθένας στα μονοπάτια που χαμε διαλέξει ·
εγώ να βλέπω ολοένα την πλάτη του πατέρα εκείνο το δροσερό καλοκαίρι του 74 να φτιάνει τον ξυλότυπο για το θεμέλιο του ξένου σπιτιού, κάπου ακούω ακόμη τη μηχανή της βάρκας να αγκομαχάει να βγεί έξω από τον κόλπο των καταπόλων
ντούκου ντούκου ντούκου
κι εσύ μέσα σε άλλα όνειρα που πάντα μόνα ξεπηδούνε στον καθένα.

Σιγά σιγά

Public

Σιγά σιγά ο ποιητής θα περάσει στη φιλόξενη γη του μύθου θα αναλάβουν άλλοι να γράφουν ποιήματα ως σήματα μορς για το μέλλον σαν τις φωτιές που άναβαν στις φρυκτωρίες ατέλειωτα βράδια που περιμέναν την επιστροφή

Σιγά σιγά ο ποιητής θα ντυθεί την αχλή της δύσης και θα παραδώσει τα ρούχα του στον άνθρωπο για ν αποπειραθεί εκείνος το βίο του ποιητή.

Αυτό είναι ένα από εκείνα τα τελευταία γράμματα που θα υπάρχουν για να καταχωρηθούν κάποτε στις επιστολές του.

Μακρύς ο δρόμος μέσα στο θλιμμένο έαρ, πως βιώνεται η συντριβή όταν μένει κανείς πίσω να αποχαιρετά δίχως να ελπίζει σ ενα γυρισμό;

Καληνύχτα ελπίδα θα ζούμε πια με την αθεράπευτη απώλειά σου

19 Μαρτίου 2023

χύσε στο χώμα αίμα και κρασί

εννια η ωρα το πρωί
και μια καμπάνα κλαίει

χύσε στο χώμα αίμα και κρασί
ρίξε στο χώμα άνθη

κάπου στα τέμπη μια πληγή
είν ανοιχτή και χάσκει

ασε τον πόνο ν ακουστεί
λύσε το μοιρολόι

είναι ο πόνος πο μεινε
στον κόσμο να γυρνάει

κι ενα γιατί σαν τ άδικο
την σκέψη ζώνει κι αλυχτά

την σκέψη μαραγκιάζει
9 η ώρα το πρωί

κι η μάνα αλι μου κλαίει
11 ήταν βράδυ

Κι ένα γιατί μες το πηχτό
και τ’ αξενο, σκοτάδι

να ξαναστήσουμε τη ζωή.

Ελεγεία
Ποιος συμβούλευσε τον κυβερνήτη να χαμογελά στην ολοκλήρωση της εισήγησης του,
δεν του είπαν να το γνωρίζει πως οι νεκροί δεν έχουν ύλη για να αγοράσουν ψεύτικη ελπίδα;
Τ’ άρμενα μας πάνω στην ακτή ξωκείλαν σπάσαν τα κουπιά τους
ξεμείναμε σ’άγριες θάλασσες μακριά απ’ την κοίτη για των νεκρών τον κόσμο
«Στις Κιμμέριες χώρες, και στις πολυάνθρωπες πολιτείες
Σκεπασμένες με μια κρουστή καταχνιά, ποτές δεν την τρυπάει
Ο αχτιδοβόλος ήλιος»
Εκεί ξεμείναν τα παιδιά μας
Και «Στη Νύχτα την ολόμαυρη τη τεντωμένη εκεί πάνω στους άμοιρους ανθρώπους» με τα τραίνα τα μοιραία παράνομο φορτίο που κουβαλούσαν και ψυχές αθώες
το κράτος άλλαζε τις ημερομηνίες για τις δίκες,
ξεχάστηκε η έννοια δικαίου κι οι αργυραμοιβοί μολύναν τους ήθους το ποτάμι
Κι απομείναμε μόνοι δίχως δρόμο με δίχως απόφαση να παραδέρνουμε γιατί ανάγκη ήταν να ξαναστήσουμε τη ζωή.