Ο δρόμος

Έχει πια παγιωθεί μέσα μου ότι ο δρόμος μου δεν είναι πατριωτικός δεν είμαι αλληλέγγυος σε τίποτα εθνικό, δεν με συγκινεί το Ελληνικό αλλά το γνήσια λαϊκό. Δεν με συγκινεί λοιπόν μια πατριωτική αναγέννηση αλλά μια νέα Διεθνής ελεύθερων πνευμάτων, Γνωρίζω ότι η πλειοψηφία αντίκειται σε αυτές μου τις πεποιθήσεις καθώς παρασύρεται από ιδεολογικές σπείρες που ακόμη είναι ενεργές αλλά έχουν χάσει για εμένα την αιτιολογική τους υπόσταση.

Για τον ίδιο λόγο έχει άπειρα έτη πάψει να υπάρχει μέσα μου η πίστη σε μια Αγία καθολική εκκλησία. Πιστεύω στην νοσηρότητα των αρχόντων αυτής της εκκλησίας που έχουν εγκαθιδρύσει μια αιώνια αισχρή αυτοκρατορική ιερατική και αισχρά ιεραρχική διοίκηση, η οποία ανακυκλώνει μέσα από τα πρόσωπα τη νόσο.Την ίδια στιγμή όμως δεν με ξενίζει καθόλου η ωραία παράδοση του γλυκύτατου έαρος της ορθόδοξης πίστης η θαυμάσια εικονογραφική παράδοση της όλη αυτή η μυστηριακή και μυσταγωγική ατμόσφαιρα της. όπως με συγκινεί το όραμα των πρωτοχριστιανικών κοινοτήτων ισονομίας και ισοπολιτείας των μη εχόντων.

Ασκούμαι στην αδιάκοπη τύρβη της καθημερινότητας ακολουθώντας τον ιερό έρωτα της ανάγνωσης και της ποίησης σε πολλαπλές μορφές. Αυτή είναι μια πολιτεία ανεκτή για εμένα, μια πολιτεία της εν δυνάμει αρετής των κειμένων που παράλληλα κρύβουν μέσα τους τον Έρωτα για την απροσποίητη ομορφιά για τη Ζωή για την εμπειρία της που είναι το μόνο που έχω για να κρατήσω το χρόνο που πέφτει και τον πόνο που σταλάζει πολύμορφος.

Δεν είμαι ελεύθερος γιατί δεν έχω νικήσει ακόμη το τέρας της ηδονής αλλά ίσως πεθάνω ελεύθερος . Η ψυχή ίσως δραπετεύσει της.

 

AKG331498

Κι ενώ κάθε δρόμος

Η Ποίηση εκτείνεται πέρα από τα όρια του ρυθμού και της ρίμας και απευθύνεται σε όλα τα διαθέσιμα στοιχεία της γλώσσας, που υπάρχουν για να περιγράφουν την ολότητα του Φαινομένου της Ζωής.

Κι ενώ κάθε δρόμος αποτελεί μόνος του ένα θαυμάσιο ταξίδι εξερεύνησης της πολύτροπης συνθήκης κάθε αποκλεισμός κάθε άρνηση μας, ισοδυναμεί με ένα ταξίδι που δεν επιχειρήθηκε.

Αυτή είναι και η μόνη πιστεύω Αρχή στην αρίφνητη περιπέτεια, ότι δεν υπάρχει Αρχή. Μια εικασία δίχως απαίτηση με την ποίηση τη μόνη Έπαρση

 

Σαν τον Πολυμαθή άκουσ’ αστρονόμο/ Γουόλτ Γουίτμαν

Σαν τον Πολυμαθή άκουσ’ αστρονόμο

Γουόλτ Γουίτμαν

Σὰν τον πολυμάθη άκουσ’ ἀστρονόμο,
Σὰν οι αποδείξεις κι οι αριθμοί στοιχήθηκαν σε στήλες μπρός μου,
Σὰν οι χάρτες καὶ τὰ διαγράμματα εδείχθησαν μου,για νὰ προσθέσω, νὰ διαιρέσω καὶ νὰ μετρήσω τους ,
Σὰν καθισμένος άκουσα τον αστρονόμο στην αίθουσα των διαλέξεων όπου παρέδιδε σε χειροκροτημάτων πολλών το μέσο,
Πόσο μιὰν αδιαφορία γρήγορα με κυρίευσε μια κούραση και μιαν ἀποστροφή,                     
Ώσπου σηκώθηκα κι έξω γλιστρώντας μόνος μου πλανήθηκα,                                                    Στου μυστηρίου τον υγρὸ μέσα νυχτερινὸν αγέρα , κι εκεί στιγμή από στιγμή                        Σ’ ἀπόλυτη ύψωνα σιγή το βλέμμα πρὸς τα ἀστέρια

Απόδοση Στρατής Φάβρος

 

When I Heard the Learn’d Astronomer

BY WALT WHITMAN

When I heard the learn’d astronomer,

When the proofs, the figures, were ranged in columns before me,

When I was shown the charts and diagrams, to add, divide, and measure them,

When I sitting heard the astronomer where he lectured with much applause in the lecture-room,

How soon unaccountable I became tired and sick,

Till rising and gliding out I wander’d off by myself,

In the mystical moist night-air, and from time to time,

Look’d up in perfect silence at the stars.

 

 

Σὰν ἄκουσά το σοφὸ ἀστρονόμο…

Σὰν ἄκουσά το σοφὸ ἀστρονόμο,

σὰν ἀραδιάστηκαν σωροὶ μπροστά μου τὰ σχέδια κ’ οἱ ἀποδείξεις,

σὰν μούδειξαν τοὺς χάρτες καὶ τὰ διαγράμματα,

νὰ προσθέσω, νὰ διαιρέσω καὶ νὰ μετρήσω,

σὰν ἄκουσα, καθισμένος στὴν αἴθουσα, τὸν ἀστρονόμο νὰ μιλεῖ

καὶ νὰ χειροκροτιέται,

πόσο γλήγορα ἔνοιωσα μιὰ παράξενη κούραση καὶ μίαν ἀποστροφή,

ὥσπου σηκώθηκα καὶ γλύστρησα ἔξω μόνος,

μακρυά, μὲς στὸ μυστικόν, ὑγρὸ νυχτερινὸν ἀγέρα,

ρίχνοντας πότε πότε, μ’ ἀπόλυτη σιγή,

τὰ βλέμματά μου πρὸς τ’ ἀστέρια

Μετάφραση: Κώστα Λ. Παπαδάκης (Κρητικές Σελίδες Τευχος 15-18 Μάιος 1937)

 

9f3d53413913ea9f3524e31c9bf1a173d5baa7b7

Η βουή

Η βουή, ο θόρυβος, η α-νοησία, τα μυθεύματα μου κλείνουν το στόμα

τι να πω, που και μεταξύ μας φτάσαμε να διαφωνούμε

να καταφύγω πάλι στην τρυφερή απόγνωση του ποιητή

και τα πεθαμένα τριαντάφυλλα;

Να αναρωτηθώ για τους σκληρούς καιρούς

για ποιητές κι ανθρώπους;

Τι να πρωτοκάμω μέσα σ’αυτή τη χασμωδία

όπου πρωθύστερα κατασκευάσαμε την απώλεια νοήματος;

Και τι να κάμω άλλο απ’ το να περπατώ

και να μ’ αρέσει η απόκοσμη θλίψη των πεθαμένων γαρύφαλλων στον Επιτάφιο,

η μαύρη νυχτιά κι η η διαυγής σιωπή του πλήθους με τα κεριά να τρεμοπαίζουν

μια ανοησία πιθανόν, για την ανύπαρκτη πείνα της αγάπης.