Οι Γεωργιανοί όπως καλά θυμάμαι θαρρώ, πως ανήκουν σε άλλη εκκλησία από τους Ρώσους τηρούν ένα τυπικό λατρείας στον εκκλησιασμό ξεχασμένο στις ελληνικές εκκλησίες, γονυπετείς φιλούν το έδαφος μπροστά τους και κάνουν μεγαλόσταυρους σε μιαν ένδειξη μετανοίας. Την πρώτη φορά που το αντίκρισα είχα μικτό αίσθημα συγκίνησης και γέλιου.
Στην ίδια εκκλησία όπου διακρίνονταν για μια όμορφη συντηρητική πολυπολιτισμικότητα έβλεπα νεαρούς έλληνες φοιτητές και καθηγητές διαφόρων ειδικοτήτων στα τριάντά τους, κατά το πλείστον συντηρητικούς, στην θέαση και την ερμηνεία των γεγονότων και με διαφορετική φυσικά θέση απέναντι σε αυτό που ονομάζω σήμερα συνείδηση που συνόδευσαν όμορφα τα περισσότερα κυριακάτικα πρωινά μου στην άγρια γεύση της ξενιτιάς.
Αλέα της Συνείδησης ονομάζω εκείνη την εποχή που η ικανότητα αναλυτικής διάκρισης διαφόρων επιπέδων της πραγματικότητας, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, επιταχύνεται. Έκανα σε κείνην την εκκλησία έναν εξαιρετικό φίλο όχι τυχαία φυσικό με φιλολογική καλλιέργεια που την παρέα του ανακαλώ συχνά και που θα την επεδίωκα ξανά στη ζωή μου αν οι συνθήκες του χρόνου το επέτρεπαν.
Θυμάμαι επίσης και τους ανασύρω απ τη μνήμη ειδικά, για την αλγεινή που με κάναν εντύπωση, κύπριους επιτρόπους που κατά τη διάρκεια της λειτουργίας μετρούσαν με περισσό ζήλο τα τάλιρα και τα εικοσάρικα της συγκομιδής του εκκλησιασμού. Ήταν το πιο φωτεινό παράδειγμα ρεαλισμού στην διακριτική της εποχής ερημία μου. Θυμάμαι ακόμη το νεωκόρο έναν κλασικό λαϊκό παρία που είχε προσεταιριστεί την εκκλησία για το μεροκάματο άλας και την παπαδιά να διώχνουν με σκαιό τρόπο μια ζητιάνα με το αιτιολογικό ότι ήταν φορτική. Ο άγιος Φραγκίσκος ήταν πολύ μακριά απ αυτή την εκκλησία.
Την τελευταία τελευταία Κυριακή Εκκλησιασμού έχοντας απομακρυνθεί βαδίζοντας από τη καλή γειτονιά με το Πανεπιστήμιο και την ησυχία μεγάλων δρόμων με ωραία πεζοδρόμια και τα βικτωριανά στην όψη σπίτια με τα άθλια παλιά υδραυλικά τους και τις επινοημένες διαρρυθμίσεις, κατηφόριζα έναν διακριτά παγερό λόφο της Αγγλικής πόλης που λίγο πιο ψηλά επιθεωρούσε το λιμάνι και λίγο πιο χαμηλά μετατρέπονταν σε ένα σύγχρονο μικτά ευγενές και ανοίκειο καταναλωτικό πανηγύρι γύρω από ένα τρόπον τινά ιστορικό κέντρο. Εκείνη την φριχτή και κορυφαία για το συναίσθημα στιγμή ένιωσα την ανάσα της ερημίας την οποία ποτέ ξανά πριν δεν είχα με τόσο καθοριστικό τρόπο γνωρίσει. Βοηθούσε σε αυτό το ασυνήθιστο για εμένα τον μεσογειακό, κοντά στο μηδέν κρύο που σε τύλιγε στο μανδύα του καθώς το μούχρωμα κατακάθονταν. Παρακολουθούσα θυμάμαι το ένα μου γάντι να πέφτει για μερικά αιώνια δευτερόλεπτα επάνω σε κάτι κολλώδες καθώς περνούσα από το πίσω μέρος μιας στάσης λεωφορείου.
Μόνος στο αδιάφορο πλήθος που μιαν άλλη από της μητέρας μου τη γλώττα μιλούσε, έφτασα στο μεγάλο σταθμό λεωφορείων καθυστερημένος για πέντε λεπτά. Η βαριά αίσθηση θλίψης οφείλονταν στο γεγονός οτι θα έπρεπε να πληρώσω εκ νέου το κόμιστρο για το τρένο αυτή τη φορά, αφού αυτό ήταν το τελευταίο λεωφορείο για το οποίο είχα μετ’ επιστροφής εισιτήριο, ενώ τα χρήματα μου ήταν λόγω της επικείμενης αναχώρησής μου για την Ελλάδα μετρημένα μέχρι σταγόνας.
Το σούρουπο είχε κατακλύσει την πόλη και καθώς τα λεπτά κυλούσαν ηχηρά οι σκιές των κτηρίων γέρναν επάνω μου απειλητικά όπως σε ταινίες τρόμου. Την ηχηρή ροή διέκοψε η διευκρινιστική ερώτηση στα αποστειρωμένα από τον ήχο της λαλιάς του τόπου αγγλικά μου σε έναν ηλικιωμένο κύριο που μου φάνηκε τη στιγμή εκείνη λιγότερο ξένος, ήμουν απρόσμενα τυχερός, αφού το εξόχως συνεπές λεωφορείο είχε πρωτοφανώς καθυστερήσει.
Βυθίστηκα στην θέση του λεωφορείου παρακολουθώντας τη διαδρομή στην Αγγλική επαρχία όπου όλες οι εικόνες ήταν τόσο θλιβερά ξένες.