ΈΛΕΥΣΙΣ - ένα ταπεινό ενδιαίτημα αθανασίας
Προς το τέλος τα όνειρα εξελίχθηκαν σε ένα έκδοχο της πραγματικότητας, με όρια ασαφή. Μόλις ερχόταν ο ύπνος ενισχυμένος και μεταλλικός απ’ τα υπνοσεντόν, έβγαινα σε αυτήν την πόλη, όπως φυτρώνει στο τσιμέντο ένα αγριόχορτο: με πείσμα για να ζήσει. Τα σημάδια της εξαφανίζονταν κάτω από το βήμα μου, μα έβρισκα τον δρόμο μου κοιτώντας ψηλά, τους γλάρους να εφορμούν στα σκουπίδια. Μου φαινόταν πως είχαν περάσει χρόνια όπου μοιραζόμουν φαγητό μαζί τους, μέσα στις άστεγες θάλασσες. Όποτε περνούσα από χαμηλούς λόφους και λειμώνες, κρυβόμουν για λίγο στη ρίζα των λουλουδιών και υποκρινόμουν το χώμα. Τα μάτια μου όπως έσβηναν με το νερό της βροχής, έμοιαζαν με κάρβουνα που χωνεύουν στον ασβέστη, και τα μαλλιά μου μύριζαν ρετσίνι και λιανά κλαριά, καπνισμένες λινάτσες και οξειδωμένες σιδερόβεργες, σαν να δούλευα ξανά εργάτης στα ευβοϊκά καμίνια. Ποιος από τους φίλους να θυμόταν πια, εκείνο το κομμάτι μου; (την προλεταριακή μου πινελιά στη…
Δείτε την αρχική δημοσίευση 452 επιπλέον λέξεις