Το κοινοτάφιο

Κηδέψαμε τη μητέρα μιαν ημέρα
Ο τάφος λιτός με λιγοστά λουλούδια
αφου ηταν μάνα αγοριών
που δεν τα έχουν καλά
με την κηπουρική των λουλουδιών


Πήγαιναμε στην αρχή στις εκκλησιαστικές
υποχρεώσεις, τον πατέρα τον είχαμε
θάψει παραπάνω
Λέγαμε ένα σύντομο γεια και στους δυο
σαν στου Αχεροντα την είσοδο πηγαίναμε
για τις καθιερωμένες σπονδές

Στον πατέρα είχαμε κάμει πολιτική κηδεία
κι έτσι είχαμε πάντα λιγότερ’ ευκαιρία
χοές να χύσουμε κρέατα να τσικνίσουμε
να φτάσει η κνίσσα στον κάτω κόσμο

Ήρθε κάποτε η βαριά της εκταφής ημέρα
που δεν θα υπήρχε καντήλι
ουτε για φίλο μήτε και για τον εχθρό
τις λεπτομέρειες θα τις κρατήσω

Έφευγα σκυφτός πολύ καιρό μετά
που σιωπηρά συναίνεσα
στο κοινοτάφιο η μητέρα να μεταφερθεί

Σκεφτόμουν έπειτα για καιρό πως θα μου έκανε παράπονο
Στο τέλος συμβιβάστηκα γιατί ταχατες
δεν θα ταν μόνη στου κοινοτάφιου την πόλη

Πάω τωρα πια στο τόπο εκείνο κι αφήνω της λουλούδι
και συλλογιέμαι πως σαν θα χαθώ σκόνη και λόγια
κνίσσα και μοιρολογητά για κεινους που μένουν
θα είναι του κόσμου του πικρού παρήγορα τα ρόδα