Στην Κάθε μέρα

Στην Κάθε μέρα

Ξεφυσώ βαριά μα αμφίθυμα
για του κόσμου τον αχόρταγο θυμό
που περνα μες τα μάτια μου

Το που μέλει μου δεν κοιτώ
μα εκείνο που νοιάζομαι
ειν’ της γεύσης το βίωμα
στου καιρού τ’ αργοσάλεμα
κατι αναμεσο στο θύρσ- Ω και τα φύλλα

Ω γλυκές μυρωδιές από ντομάτες
και φρούτα του θέρους
κοκκινιστά γλυκά ζαλώματα
πως την ανάμνηση φέρατε
ευτυχίας ανώτερης στης καρδιάς τη χορεία

Μες στους στίχους απ’ της ζωής μας το κέντημα
να τραγουδήσω καταφέρατε άφοβα

«Επαναλάβατε άπειρα»

ξόδεψα μια θάλασσα καιρό

ξόδεψα μια θάλασσα καιρό
όρθιος να σταθώ και ν ατενίσω
και τωρα χάνομαι στης λήθης το χορό

το στοίχημα του γράφοντος είναι να απογυμνώσει τον εαυτό από τις επιταγές της φόρμας και να σκεφτεί βαθιά τι θέλει να πει. Κατόπιν μπορεί να μπει στο αγώνα της έκφρασης είτε ως ελεύθερος είτε ως εραστής, είτε με κανόνες είτε χωρίς.

 

 

χωρίς καμιάν ελπίδα

Ποια είναι η κατάλληλη στιγμή για να απογοητευτεί κανείς χωρίς καμιάν ελπίδα;

Αναρωτιέμαι αν υποθετικά ξεκινούσαμε σήμερα ένα κίνημα πολιτών που θα είχε ως απαράβατη δέσμευση του την με τον δικαιότερο τρόπο ευημερία των πολιτών. Πόσα χρόνια θα μας έπαιρνε να καταλάβουμε οτι είναι ένας αδύνατος στόχος;

Δεν μπορούμε να χουμε τα πόδια μας
σε δυο βάρκες ταυτόχρονα
κι αυτό μου γίνεται ολοένα πιο ξεκάθαρο
καθορίζει την ποιητική και βιωματική πολιτεία

 

Κάθε μεγάλη ποιητική συλλογή
ανακαλύπτει νέα σύμπαντα
από τον τίτλο της ήδη

κάθε νέος ποιητής
είναι ένας νέος Σολωμός
ως που η διψασμένη γη
να τον ρουφήξει

τότε πάει για την αίθουσα
του Θρόνου αλλά συνειδητοποιεί
οτι οι κλητήρες.

κάτι κριτικοί και θεωρητικοί
κρατικών βραβείων
δεν το εβάζουν μέσα
γιατί είναι κουφοί και βρίσκονται
σε άλλο κόσμο

 

Υπάρχει σίγουρα
Υπάρχει κάποια γοητεία στην πομπώδη ανοησία στην ασταμάτητη φλύαρη βλακεία
σίγουρα Υπάρχει

 

όλοι μας οι στίχοι δεν είναι παρά
κάθε ξεχωριστή φορά ένα μονάχος στίχος
σε ένα αχανές άπειρο
και ταυτόχρονα όμως παράδοξα πεπερασμένο
γλωσσικό σύστημα περιγραφής και επικοινωνίας
και κάποτε αυτοαναφοράς
ένας στίχος που μονάχος του αλλά κι αντάμα
παλεύει με την αδήριτη έλξη της φθοράς
και του θανάτου ακόμη κι αν πατέρας του
είναι ο θείος Όμηρος

Ω και το θείο κορμί της καθώς περήφανο στέκονταν
αμόλευτο ακόμη απ’ την ακατανίκητη έπαρση της φθοράς

 

 

 

 

Δεν φοβάσαι σύντροφε;

Λες να γίνομαι ένας κακός και μεμψίμοιρος άνθρωπος
κι αν είναι αλήθεια πόσο μπορώ την αλήθεια ν’ αγαπώ;

Και τα δέντρα ακόμη μαρτυρούν τα βάσανα της παιδικής τους ηλικίας
είναι φαίνεται αναπότρεπτο να μας καθορίζουν τα τραύματα
και όχι οι χαρές

Είναι τυχεροί οι άνθρωποι που πετυχαίνουν μιαν ιδανική μορφή όσο είναι ακόμη νέοι
το κρίμα είναι πως από ένα βίτσιο της μοίρας που λέγεται ζωή
τις περισσότερες φορές δεν το γνωρίζουν
αλλά και όταν το γνωρίζουν φέρονται σε αυτό το δώρο με τέτοια αλαζονεία που φτιάνουν τρομακτικούς μεσήλικες

Δεν φοβάσαι σύντροφε;

Τι να σου πω παιδί μου οτι δεν φοβάμαι;

Ελπίζω να νικήσει η συνθήκη το φόβο
και να φύγω γρήγορα, σαν η κακόβουλη δίκη
με στριμώξει, Δεν τ αποφευγεις το θεριό αμα
σε εκείνα τα ρήματα μείνεις απάνω
ο τόπος έχει πέτρες εφιάλτες αλλά και Λεωνίδες
καλό αντάμωμα

ο Θάνατος Του

ο Θάνατος Του
Έγινε για μια στιγμή ανεξήγητα πως
κείνος που το όνομα του δεν έπρεπε μάταια να λεν
έφτιαξε όλα τα στραβά του κόσμου
μπήκε στην μπουγκατι του
παρήγγειλε μια μπουκάλα ακριβό ουίσκι
κάπνισε το μεγάλο πούρο κοχιμπα
ακουσε την Μοσχολιού να τραγουδάει
και πριν αρχίσει να κάνει μαλακίες
εβαλε μπρος και πήγε και καρφώθηκε
με χίλια στην πιο σιδερένια κολώνα της παραλιακής
έτσι τέλειος και τέλεια μεθυσμένος
και δίχως να διοικούνε κληρονόμους