ΑΠΟΚΥΗΜΑΤΑ ΔΙΑΝΟΙΑΣ ΝΟΣΗΡΗΣ

Τέχνη είναι μια ταλάντωση εσωτερικής αληθείας με αφελή ρομαντικό στόχο το διηνεκές της ανθρωπότητας.

Διαβάζω ποίηση για να νικήσω το Θάνατο

There is no Life, only an incoherent spasmodic
and suffering perception we call experience.

Μόνοι τρελοί μες την ηλιόφωτη τύρβη
της εσωτερικής μας σιωπής του αχού
της πόλης Ω πνοή
της πυθίας κοιτούμε το χρησμό
η αυτό που λέγεται ζωή

Ω άγριε Δυτικέ Άνεμε, του Φθινοπώρου
Εσύ της ύπαρξης πνοή,
Άγριο Πνεύμα, που κινείσαι παντού, άκου
Ω, άκου !!

Κάθε πράξη μας ανεξάρτητα
αν από μια αισθητική θεωρία δεν υποστηρίχτηκε
δημιουργεί τη στιγμή του γεγονότος
την ανάγλυφη ηθική και αισθητική θεωρία της
Α Έλλατον

O σχολαστικισμός θα είναι αιώνια ταυτόσημος
με ένα ακραίο συντηρητισμό ηθοποιό
θα προσποιείται τις μέρες πως δικάζει
αλήτες και τη νύχτα δίχως φρένο
στης θρασείας του κωμωδίας θα φλερτάρει
τις ατέλειωτες ρηχές και σαθρές
της επιθυμίας κόρες ποταπές που βαστάει
ηθικά ανάπηρος είναι και καμία πρόοδος
να συντελεστεί δε μπορεί υπό την άτεγκτη
των εμμονών του φθορά

To παρελθόν διατηρεί στης μνήμης την αλλοίωση
κάτι από την αθωότητα την αμετροέπεια
την στρέβλωση και την ανοησία της προσδοκίας

Κατ’ουσίαν είναι η ίδια αυταπάτη που
μολύνει την ενόραση του μέλλοντος

Μόλις ενστερνιστείς αυτό το μικρό ψήγμα αυτονόητης παραδοχής,

η ζωή σου,

αυτή η ασθμαίνουσα εναλλαγή εμπειρικών δεδομένων
που μοντάρονται θολά στη συνείδηση αποκτά μια ευχάριστη οσμή ευτυχίας.

Fulvio Roiter

Α μειζον

Στη μεγάλη εννοιολογική περιπέτεια του Πνεύματος σημασία έχει μόνον η «ηθική» κατάκτηση της Αλήθειας και η διαρκής στοχαστική και εσωτερικά «συνεπής» βιωματική αναζήτηση της κατάκτησης της.

Η ποίηση είναι ζήτημα ηθικής και γλωσσικής εμμονής
Είναι κι αυτή ένα είδος ευεργετικής αναπηρίας
Η αν θέλετε σωτήριας αυταπάτης
Η οποία παραδόξως καταναλίσκει το υποκείμενο

Β Ελλατον
H γνώση διαβρώνει το κακό,
είναι τελεολογικά αγαθή
σ’ αυτό πιστεύω
Κι όμως μια στάλα κακό
Και μαύρισε η λίμνη της γνώσης
Και δεν υπάρχει ανθρώπου βούληση
Δίχως μια στάλα υποκρισίας
Μια πρέζα φαρισαϊσμού
Μια νύξη υπόγειου ρατσισμού
Βάλτε σεις το όνομα στο κακό.

Σε έναν διογκούμενο Φυσικά και Γνωσιακά Κόσμο
Το ψεύδος η αν θέλετε μια μορφή του η αναλήθεια
Δεν είναι ποτέ καταστροφική η παντοιοτρόπως αναγκαία έτσι
Και καταστροφική παρά μόνον τοπολογικά η υποκειμενικά
Και τότε μόνον για πολύ λίγο
Ο Κόσμος ανανεούται διαρκώς μέχρι της έσχατης ανοησίας του

κήπος

ΈΛΕΥΣΙΣ - ένα ταπεινό ενδιαίτημα αθανασίας

house3

Ι

τα θαμπά περιθώρια

χιλιόμετρα ολόκληρα

στο ραμμένο τους στόμα

στην ψυχή σου σφουγγάρι

κι όλο το νερό που κατάπινε

εκείνος ο κήπος

επιστρέφει στον ύπνο μου

ας πνιγώ

Πάσχα έρχεται

κλαψουρίζουν τα θράψαλα

γοερά στην κουζίνα

σαν ξυπνώ

ποτάμι νερό χύνεται απ’ το λάστιχο

κι η αυλή μας αστράφτει

καθαρή μες στον ήλιο

οι μπιγκόνιες αλλότριες

μαρτυράνε το χάδι

της

ΙΙ

κάμερα

χαμηλά στο φτερό

αφού γέρασε η πόλη και πέθανε γύρω μου

αφού γέρασε η πόλη και πέθανε μέσα μου

ας είναι τα μαλλιά της βρώμικα,

ας γυρίζει ακόμη τις νύχτες γυφτάκι

ως εκεί

που είπαμε να βαδίσουμε

με ένα κορδόνι

στο αριστερό στήθος δαγκωμένο

μετρώ,

τους νεκρούς

όπου σκοντάφτουμε σε κάθε πεζόδρομο

δίχως άγγελο φύλακα

δίχως χώρο-φύλακα

η γλυκιά νοσταλγία τους

στο μπαλκόνι που αγκύλωνε

τις χιονάτες γαρδένιες

αντιστρέφει το βλέμμα τους

στον κατάμαυρο τοίχο

μπλε βουνά που αγναντέψαμε

το έλασσον θέρος

ή την ίδια τη θάλασσα

Δείτε την αρχική δημοσίευση 68 επιπλέον λέξεις

κι όμως κυλούν οι μέρες όπως όπως

Cryptic memories

“Τώρα μπορεῖς νὰ κοιτάξεις μὲ γαλήνη τοὺς κύκνους

δές τους, εἶναι κατάσπροι σὰν τὸν ὕπνο τῆς νύχτας”

Γ.Σ.

Είναι σαν λεκές από μελάνι

καθώς την άδικη καταδίκη έγραψες στον άνθρωπο,

αυτή απλώθηκε και μαύλισε όλη την αθωότητα,

κι όμως κυλούν οι μέρες όπως όπως,

άβλαβες και τίποτα δεν φέρνουν,

αλίμονο, στο χρόνο τον παντοτινό με

πόνου κραυγές τρέφεται η ψυχή,

κόψιμο από μαχαίρι, αργό και βαθύ,

που σ’ έσφαξε αφού σε στέγνωσε.

Καi Μεσ’ το σκοτάδι,

το ζεστό το φως απ’ το κεράκι,

που άναψες στην εκκλησιά

επάνω σε μιαν απλωσιά

και τον κυκλαδίτη Ζέφυρο,

η νιότη ένα όνειρο, τώρα η ζωή,

με τη ψυχή να ορμηνεύει τ’ άψυχα.

Το πρώτο ψέμα ήταν το καλλίτερο,

όλα τα τα ψέματα σε μια σπείρα

να το μιμούνται, ανήθικα άψογα

και μορφολογικά χυδαία,

Ζητώ λοιπόν από τον ποιητή την ηθική.

Μα κι ο ποιητής μπροστά από έναν άνθρωπο δεν κρύβεται;

Τότε ζητώ από την ηθική τον ποιητή.

Το βλέμμα που μας κοιτά είναι το δικό μας βλέμμα,

μέσα στο σκοτεινό των αντικατοπτρισμών λαβύρινθο,
[ Through a Glass Darkly ]

οι σκέψεις σαν είναι δίκαιες είναι δανεικές,

από τις προσευχές που φυσά ο θεός

στην πνοή του κόσμου.

Κανείς έρωτας δεν είναι τυφλός,

Οι δύο καρδιές μας δύο τεράστιοι πυρσοί

που θα ανακλάσουν το διπλό τους φώς

στο δύο μας πνεύματα, αυτά τα δίδυμα είδωλα

«Πόσες φορὲς κοιτάζοντας ἀπὸ τὸ βράχο γέρνω

Καὶ τὸν ἀφρὸ τῆς θάλασσας γιὰ τὰ πανιά της παίρνω!»

Το μόνο που θα θυμάσαι όταν το μαύρο κύμα

έλθει, η θολή εμπειρία απ’ το κρίμα η τ’άδικο

απ’ την αγάπη η την ερημιά.

Daido Moriyama

Δυσώνυμες φαρμακείες

Σε μια χούφτα σκόνη κρυβόταν ο φόβος,
με το πέτρινο τούτο κεφάλι στους τερατώδεις ώμους,
σαν να ξυπνώ από ύπνο βαθύ,
σε άλλες ζωές μυριάδες,
καμωμένον από δυσώνυμες φαρμακείες αρχαίες,
όπου η μνήμη ξεπέρασε το σύνορό της
και έγινε μάνα κόρη και μητριά,
έγινε μνήμη κύτταρο
και εξαΰλωνε σε πυρά άφιλη εξαντλητική
τους αμέτρητους προγόνους μου.
Kαι ποια ψυχή ήθελε αντέξει μια
θάλασσα λύπης που σταλάζει στον αιώνα,
« Living nor dead »,
κοιτώντας στη καρδιά του φωτός, στη σιωπή,
πυρωμένο λευκό ξεραίνει τη ψυχή.
Γερνάς κι αντί να καθαρίζει ο ορίζοντας
γεμίζει ηχώ σε δρόμους κοχλίες.
Παρόν και μέλλον μια αυταπάτη του μυαλού,
Εάν όλος ο χρόνος είναι παντοτινά παρών
Όλος ο χρόνος είναι σκλαβωμένος.
Ύλη σκεπτόμενη,
ένα αέρινο μυθολογικό κουκούλι
κρεμασμένο στο δέντρο του χωροχρόνου,
το παίγνιο της αντίληψης
με τ’ αραχνοΰφαντα δίχτυα
της ιδεολογικής πρότασης,
ιερά παράδοσις, μυθολογία και επιστήμη,
συγκρουόμενες στο χάος,
κατίσχυσαν της ύλης και δημιουργούν
έναν υπέροχο, νέο πάντα νέο κόσμο,
που κουβαλά σαν κατάρα την ομορφιά
και την τραγωδία, περίκλειστες μέσα του.
Θεός είναι αυτό, από το οποίο μεγαλύτερο δεν μπορεί να νοηθεί
και ο Θεός διαβεβαιωτικά υπάρχει τόσο αληθινά,
ώστε δεν μπορεί να γίνει νοητό ότι δεν υπάρχει.
Ἀγωνίζεσθε εἰσελθεῖν διὰ τῆς στενῆς πύλης·
Mattia Mare , Ιούλιος 2012

[«τι θέλεις; respondebat illa: απο θανείν θέλω.» ]

Το ποίημα χρησιμοποιεί αναμνήσεις ενεργές από την Έρημη Χώρα του T.S. Eliot
από την απόδοση της από τον Γιώργο Σεφέρη,
από τον μύθο της Σίβυλλας Κυμαίας,
ενός στίχου από το Les Anges sont Blancs του Γιώργου Σεφέρη,
ενός στίχου των Περσών, που μιλά για τον πόνο,
ενός μεταφρασμένου αποσπάσματος από το Οντολογικό επιχείρημα του Αγίου Ανσέλμου,
και ως επιμύθιο, ένος στίχου από γνωστό απόσπασμα του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου.

cropped-frederic-boissonnas-parthenon-1908.jpg

http://ifigeneiasiafaka.com/category/%CF%80%CE%AD%CF%81%CE%BB%CE%B5%CF%82-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CF%84%CF%8D%CE%BF%CF%85/%CE%BC%CE%B1%CF%84%CF%84%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%BC%CE%AC%CF%81%CE%B5-%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%AE%CF%82-%CF%86%CE%AC%CE%B2%CF%81%CE%BF%CF%82/

Γκρίζο θολό απόγευμα του Αυγούστου

«Μέσα σ’ αυτό το κουτί είναι η ζωή όταν αρχίσει να γίνεται ανυπόφορη,

αν τ’ αφουγκραστείς θα την ακούσεις πώς ανασαίνει»

Γ.Σ.

Το γκρίζο θολό απόγευμα του Αυγούστου

είχε κατηφορίσει στην πόλη,

και ένας ζεστός αγέρας θόλωνε κι άλλο τη νόηση

κυκλοφορώντας σαν

ανυπόφορος αλήτης στους δρόμους.

Ένα κλάμα με δάκρυ ξερό και άνυδρο,

όση απαντοχή και να κάναμε,

μας νικούσε,

δεν υπήρχε πια το δάκρυ αθώωσης

που σταλάζει στις ψυχές,

μετά τη λύση γοερού δράματος,

αυτό που κάθε αναφιλητό

είναι σαν πνοή δροσερού θερινού ανέμου,

μόνο εκείνο το δάκρυ

καυτό σκυλίσιο καύμα μεσημβρινής ώρας

είχε σταθεί στο λαιμό, βρόχος θανάτου.

Κι η αλήθεια ήταν μόνο ένα σαρκοβόρο θηλυκό

που μεγάλωνε από τη θυσία της αδελφής της,

όμορφη ίδια Ελένη της Τροίας που

για χάρη της θα έπρεπε

να βρούμε ένα ακροθαλάσσι σα του Γέρου Πρωτέα,

για να λειαίνει τον πόνο

που ήταν καθώς μαθαίναμε

ο αθάνατος αδελφός της.

Αχ πόνε, που στον άνθρωπο μ’ έβγαλες,

πόνε εχθρέ την ίδια ώρα σύντροφε,

πόνε ξένε, που μέσα και

πάνω στο πετσί μου κατοίκησες,

πόνε θάνατε, που θάνατος αργός έγινες.

«Όχι !!

δεν σπάει η ψυχή»,

μον’ κάνει βαθιές ρωγμές αχάραγες,

πτυχώσεις αφήνοντας εκφραστικές,

σε γλώσσα και μορφή,

έξεις και πάθη σύρανε

για χρόνο αργόσυρτο,

που γλίσχρος πέταξε σε μια στιγμή θανάτου

εκεί ώσπου άγγελος η δαίμονας,

καταλείπει.

«μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον

σπεῦδε, τὰν δ᾽ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν.»

Μήποτε γίνουμε εκείνοι οι άνθρωποι

με τους μάρτυρες τους κακούς,

και τις ψυχές τις βάρβαρες.

«ἀέρηδες σώματα κύκνων» άϋλοι αθάνατοι άγγελοι ποὺ

μείνατε «ἄσπιλοι τρυφεροὶ καὶ ἀκίνητοι”

ενωθείτε σε προσευχή γαλήνια

ψυχής συγχώρεση μαζί μας.

Σ.Φ. Αυγουστος 2012

The Great Sphinx. Giza, Egypt. 1860-1890.