Εθνική εορτή

Εθνική εορτή

Πρέπει να δώσω ετικέτες πάρε δώσε πάρε δώσε σε εορτή μαζική
πουλάμ αγοράζουμ κυρίες και κύριοι μαιμούδες κανάγιες και τράγοι
μπανάλ ταρατατζουμ εορταστικά σε εορτή εθνική όλοι μαζί

εγώ ο γύφτος με το βεσπάκι και τα τζιτζιράκια
μαζί με την Ακανέ και τον Γρηγόρη απ την Αιθιοπία
στο υπόγειο, τη ζωή τη ζούμε σα γαβράκια

ο χωροφύλακας με τη μανικιουρίστα του τρίτου και τα δυό τους
παιδιά, ολημερίς σκούζουν αφού ποτέ δεν βρήκαν το θεό τους

ο ασφαλίτης με την καθωσπρέπει κυρία του τετάρτου
σιωπηρές πράξεις άκρα του τάφου σιωπή
λιβανιστήρια και αστυνομικές διατάξεις εθνικής τάξης

ο δεξιός νοικοκύρης υιός στρατηγού πρώην επιχειρήσεων σύμβουλος
με την δευτέρα του σύζυγο εικαστικό στους τοίχους πίνακες πιάνο μαραμέ
μοναχοί τους στον έβδομο και στο σπίτι πράσινη ησυχία της λήθης προάγγελος

ο παπάς με την παπαδιά και τα τέσσερα τους παιδιά
με τον ψιλικατζή και την ψιψίνα, στο δεύτερο γρικούν ελληνικά
χαμένοι σε ακατανόητους συμβολισμούς του καθενός τα σπιτικά

Ο γιατρός του Γενικού κρατικού με τη δημαρίτισα δικηγόρο στον πέμπτο
υψηλές της νόησης αρετές το σπίτι κυκλώνουν μα του στερουν τ’οξυγόνο

κι η φοιτήτρια και δασκάλα χορού στο ίδιο όροφο τη ζωή ανασαίνει φιλήδονα
για του ματιού τη θαλπωρή με τα διαφανή βρακάκια σουλατσάρει ανόρεκτα

ο συνδικαλιστής του ΚΚΕ με την κοκόνα του και ο μανάβης
με την Πόπη στον πρώτο, χασμωδία γνωστή της οδού Νιόβης

Η κυρία έφορος μετά του συζύγου φοροτεχνικού στον έκτο
Ο υδραυλικός και η μαμά του στο ισόγειο μ’ένα σπαρματσέτο

οι παππούδες του τετάρτου στο δεύτερο διαμέρισμα ιδιοκτησίας των του τρίτου
η πουκαμισού με το γιο και τον λεσχιάρχη γκόμενο στο ρετιρέ της αβύσσου

Λέμε η κοινωνία είναι σε αφασία
Μια παρέλαση πήγα να δω, το πουλάκι μου δηλαδή
Το Λευτεράκι μου που τα ματάκια του ανοιχτά σε αθώα απορία

Λέμε είναι η κοινωνία σε δυσαρμονία
Η υπάλληλος στην εφορία ξεφυσά με αγωνία
για τις εφτά ρημάδες της βεβαίωσης γραμμές η κυρία

Ο Τύπος η της λεπτομέρειας θηριωδία
σκοτώνει, στα φτερά του αν σε πιάσει
φρικτά σκαιά και μαύρα φτερά σε παγώνει

Περνούν οι επίσημοι Ψηλοί κοντοί χοντροί
άσχημοι καλοβαλμένοι ροδαλοί ξερακιανοί
μιας άγνωστης μου φυλής σε εορτή αμφίσημη

Κι εγώ στου Βοριά τα πρώτα παγωμένα φουσάτα
στέκομαι με μαύρα γυαλιά τις σκέψεις μου σάμπως
πως κρύβω από διάνοιες ανύπαρκτες στα δικά μου καράβια

Κι εκείνη από μιας φοβίας λες πιασμένη τον κόμπο
στο δρόμο βλέπει και μιλά δίχως σκέψη
για το Θέμη και το είναι και την εμπειρία και τ’ όλο

Ω του Θεού μυστήριο στης ζωής της τον μόλο

Και συνεχίζει αυτή η πολύχρωμη μεταξοτυπία
ολοένα να διπλούται και να ξεδιπλούται μ΄αρμονία
δίχως καθώς η επιστήμη μας λεει μια εναρμονισμένη θεωρία

Στρατής Φάβρος

Photo  Don McCullen

Η γνώση είναι επανάσταση

γνώρισε το για σένα αναγκαίο,
τον κόσμο γνώρισε

——
είναι επίσης ιός
Η γνώση είναι και σημείο και κύμα

——-

Κάθε υπαρκτική κατάσταση είναι αναγκαία οντολογικά

————————————————————-

Μου προκαλεί μικτά συναισθήματα ο ποιητής εαυτός
που αφέθηκε στο νομοτελειακώς ελαφρύ,

υπάρχει η υποτιθέμενη αθωότητα που σώζει ο ποιητής,
η λατρεία του ελαφρού
και υπάρχει και ο πραγματολογικός έλεγχος.

—————————————————————–

Είμαι πάντα ανάμεσα στα δύο σε μια προσπάθεια να ζήσω.

Ένας τρόπος να ακούς καθώς μιλάς, είναι να γράφεις.
Θα μου πεις ποια η ανάγκη ν’ακούς
Ποια η ανάγκη να μιλάς
Μα η ύπαρξη

——-

Δεν θέλει η πολυτέλεια πολλά
θέλει γνώση του αγαθού
γιατί όπως μου λένε η καρδιά
μέσα στις Ερινύες ηδονές, του εαυτού
φλούδες μαδά

————

Για μένα ο χορός είναι η επαφή με το ουσιώδες γελοίο
μέσα μου που κραυγάζει να εκφραστεί

Στη συγκυρία με ναυτία

Σ.Φάβρος

rodia

Η ποίηση

Η ποίηση είναι ζήτημα ηθικής και γλωσσικής εμμονής
Είναι κι αυτή ένα είδος ευεργετικής αναπηρίας
Η αν θέλετε σωτήριας αυταπάτης
Η οποία παραδόξως καταναλίσκει το υποκείμενο

Στρατής Φάβρος
28/02/2014

Alfred G. Buckham 1

Οι ποιητές

Οι ποιητές

κι οι ποιητές από την ίδια γελοία και φασματική
την φάρα των ανθρώπων γυροφέρνουν
ίδια ολόιδια επιθυμούν γερνούν και υποφέρουν
ίδια κινούν παρακαλούν και κλαιν
τη συφορά η πόρτα σαν χτυπήσει
μη ξεγελιέστε διόλου πως κάποιοι ημίθεοι
η θεοί στη αίθουσα του θρόνου περιμένουν με σειρήτια
αφού άνθρωποι κι αυτοί οι καψεροί
στο τάφο οδηγηθήκαν μια μέρα ή μια νύχτα

μιαν οιμωγή ή μια κραυγή παρακλητή
ή πένθος ή μια προσευχή
ομιλία κάποτε πεζή προζαική
ή απαγγελία προσωδιακή
μένει για κάποιους ν’ αλυχτά οικτρή
ονόματος επίκλησις βαριά εις τους αιώνες
μιαν ειρκτή.

Μαθιός Θαλασσινός

at9

Η ΜΑΪΜΟΥ ΤΟΥ ΙΝΔΙΚΟΥ ΛΙΜΑΝΙΟΥ

«με τους «μεγάλους ποιητές» είναι σα να ακούς την ίδια φωνή ολοένα να απαγγέλλει στίχους μόνο που δεν μπορείς εκείνη τη φωνή από αλλού να την ακούσεις

αυτό αλλάζει μοναχά όταν ένας μουσικός στα ξάρτια ανεβαίνει
με τη μπουρού του σιγαλά τους στίχους ν’ αναπέμπει»

Η ΜΑΪΜΟΥ ΤΟΥ ΙΝΔΙΚΟΥ ΛΙΜΑΝΙΟΥ

Κάποτε, σ’ ένα μακρινό λιμάνι του Ινδικού,
δίνοντας μια πολύχρωμη μεταξωτή γραβάτα
σ’ έναν αράπη, μια μικρήν αγόρασα μαϊμού
με μάτια γκρίζα, σκοτεινά και πονηριά γεμάτα.

Ένα τσιμπούκι δάγκωνε στο στόμα της χοντρό
και το ‘βγαζε όταν ήθελε μονάχα να φυσήσει
έναν καπνό πολύ βαρύ, που, ως μου ‘πε ο πουλητής,
ήταν οπίου, που από μικρή την είχε συνηθίσει.

Τις πρώτες μέρες μοναχή στης πλώρης μια γωνιά,
ξερνούσε και με κοίταζε βουβή και λυπημένη,
μα σαν επέρασε καιρός, ερχόταν μοναχή
κι ώρες πολλές στον ώμο μου ξεχνιόταν καθισμένη.

Όταν στη γέφυρα έκανα τη βάρδια της νυχτός
κι η νύστα βασανιστικά τα μάτια μου ετρυπούσε,
στον ώμο μου κρυώνοντας στεκόταν σκυθρωπή
και σοβαρά μαζί μ’ εμέ τον μπούσουλα εκοιτούσε.

Στα πόρτα της αγόραζα μπανάνες και γλυκά
κι έξω με μι’ άλυσο μικρή την έβγαζα δεμένη
κι αφού σ’ όλα καθόμαστε κι επίναμε τα μπαρ,
στο φορτηγό γυρίζαμε κι οι δυο μας μεθυσμένοι.

Δε θύμωνε και μου ‘δειχνε πολύ πως μ’ αγαπά,
ούτε κακά την άκουσα ποτέ να μου γρυλίσει.
Φαινόταν πως συνήθισε τις κακουχίες κι εμέ,
κι εγώ σαν έναν άνθρωπο την είχα συνηθίσει.

Κάποια φορά που επήγαινα μαζί της σκεφτικός
εξέφυγ’ απ’ τα χέρια μου χαρούμενη και πάει.
είχε προτέρημα πολύ μεγάλο: να σιωπάει.
Μα κάτι είχε απ’ την ύπουλη καρδιά της γυναικός.

Νίκος Καββαδίας