Δεν μ’ ενδιαφέρει βιβλία να εκδώσω
μήτε με ενδιαφέρει βιβλία μου να προωθώ
Δεν με ενδιαφέρει με τον Αχιλλέα σ’ Ηλύσια
κάποτε Πεδία να δειπνώ, ούτε σιμά
στου Σολωμού το θρόνο να πατώ
Κουβέντα με τον Σέλλευ τον Πόε τον Σεφέρη
τον Νίκο ή τον Cid δεν θα ξεχνώ να στήνω
και τα βιβλία μου τα παίρνω και τα δίνω
Κείνο που μ’ ενδιαφέρει η ζέστα είν’ τα βράδια του χειμώνα
η κυρά μου να μη με σιχτιρά που δεν έκανα λεφτά
τα καλοκαίρια να χουν λίγη ξεγνιασιά
είμ’ άνθρωπος απλός δίχως φιλοδοξία τζίτζικας σωστός
την ηδονή που μου ταξα να παίρνω,
απ’ την ανάγνωση και τη γραφή και κανα φρούτο ξεχασμένο
βανίλια να μυρίζει ρούσο, λευκό εν’άνθος τρυφερό
Δεν μ’ ενδιαφέρει βιβλία να εκδώσω
μήτε με ενδιαφέρει βιβλία μου να προωθώ
Δεν με ενδιαφέρει με τον Αχιλλέα σ’ Ηλύσια
κάποτε Πεδία να δειπνώ, ούτε σιμά
στου Σολωμού το θρόνο να πατώ
Κουβέντα με τον Σέλλευ τον Πόε τον Σεφέρη
τον Νίκο ή τον Cid δεν θα ξεχνώ να στήνω
και τα βιβλία μου τα παίρνω και τα δίνω
ζεστή γωνιά στη χειμωνιά εναν γέρο τον κρατά
κι η κυρά μην μουρμουρά που δεν έκανα λεφτά
τα καλοκαίρια να χουν λίγη ξεγνιασιά
άνθρωπος απλός δίχως φιλοδοξία, τζίτζικας σωστός
την ηδονή που μού ταξα να παίρνω,
απ’ την ανάγνωση και τη γραφή
και άμποτε ένα φρούτο ξεχασμένο και λευκό
βανίλια να μυρίζει, ρούσο, εν’άνθος τρυφερό