Η εποχή είναι μια εσωστρεφής περιδίνηση στη σιωπή,
είναι μια ερμητική απορία μια βομβώδης αλαλία
μια συσσωρευόμενη απέχθεια μια ανέκφραστη αγανάχτηση
ένας συναισθηματικός «μογιλαλισμός», ήττα και κατάκτηση
Όταν μιλήσει θα είναι κραυγή
Σκέψη σε μια ξένη σκέψη, επιπόλαιη
Τον χρόνο κυλώ ανέκφραστος και ενεός
από την ομορφιά και την ασχήμια μαγεμένος, βουβός
Κι αν πω θα κυλήσει το δάκρυ στου ανέμου την άκρη, κι αν κάνω
θα αδικήσω τη σιωπή που είναι τέλεια ξαναμμένη μάγισσα πηχτή
και βλέπω το κόσμο σαν παντοδύναμος δίκαιος και ωραίος
και έτσι αντέχω τη βλακεία την οίηση και τη μωρία που τα φτερά τους με ντύνουν
Σοφός και φτωχός αναρχικός όχι πλούσιος αναρχικός και βδελυρός
γιατί τα καμώματα μου κι οι αμαρτίες ακόμη με της φαιδρότητας φόρεμα φτωχό
την αγάπη τη βρίσκω στη συγκατάβαση στην μετάβαση και την κατάβαση
στον ανθρώπινο πόνο δίχως συφέρο και εκλεκτισμό με δημοκρατικό ρομαντισμό
Κι όλους όσοι διαφέρουν στης στιγμής την αγχόνη που έθνη ματώνει
στης αμετροέπειας τον ζυγό πνιγηρό και της μισανθρωπίας υψιπετή το σκοπό
του Οιδίποδα τον ανθρώπινο νόστο λαλώ μέσα στου λαού το ρυθμό
το δημοτικό δίκαιο αχό το πολυσήμαντο φολκλόρ τον ορθόδοξο καημό
Αυτά με συνέχουν αυτά με κρατούν της ζωής τον πνιγμό ν’ αναιρώ
Και γνωρίζω πως πάλι του απείρου ο βρόχος τα λόγια καρτερά
στης αγχόνης τη λήθη τη σκελετωμένη σκιά να τα πνίξει
Τ’ αψηφώ στωικά αφού της στιγμής ο λυρισμός σύντροφος ειν’ ηδονικός
Στρατής Φάβρος Ανέκδοτο