Δεν ήταν το βάρος της μοναξιάς που έκανε τις ώρες πιο μεγάλες
ήταν η νοσταλγία της τρυφερότητας και η γνώση της ανεπίστρεπτης απώλειας της,
ήταν η θλίψη που συνοδεύει το μοναχικό βίο, η άρρητη διπολικότητα των εποχών, το φυσιολογικό κιτρίνισμα των φύλλων μα με το ψύχος της γνώσης ότι η άνοιξη πέθανε.
Ο φίλος θα πέθαινε, εκείνος θα έμενε προς το παρόν πίσω να θυμάται χοές και σπονδές, κι ο έρωτας είχε εγκαταλείψει τους γκρίζους κροτάφους για άλλα λιβάδια άλλες παρειές.
Η κλωστή στο κέντημα του χρόνου είχε γίνει γκρίζα και με κάθε καινούργια βελονιά έφτανε ολοένα πιο σιμά στον άφευκτο κόμπο.