Απώλεια

Κανένας πόλεμος ως πράξη και ως ηθική δεν έβγαλε ποτέ καλό κανένα, πέρα από περισσότερα για τους πάντα πλουσίους ωφελήματα,
κι ούτε η βία που είναι κι αυτή μια μαθητεία ηθική και το χέρι που την ασκεί μολύνει
ο διάλογος θα ταν ένα ζητούμενο ως αντικατάσταση αλλά ποιος ασχολήθηκε ποτέ με την ηθική αισθητική του διαλόγου για να το κάμει τώρα.

-Σιγά σιγά μας κυκλώνει η θλίψη μιας απώλειας
και καθώς το φθινόπωρο είναι ένας σιγαλός
αχνός «κύκνος ονείρου»
τα δάκρυά μας θα θυμούνται το χώμα τ’ Αυγούστου
κι η βίωση μας θα περνά απ’ τα σύνορα
για να διδάξει το άριστο
εμάς ταπεινούς μαθητές που τα κείμενα
δασκάλους μας κάμαμε

Κι η μουντή μέρα ως σύνορο
την αρετή μας θα βάλει σε κρίση
σαν μαζί θα γενούμε ένα σύγνεφο στου
βοριά παγωμένες τις χαίτες
αργοκίνητη πτώση της μέρας
στο βραχύβιο θάνατο
πως το τελευταίο μου δίνεις ναυάγιο
μιαν ελπίδα μια βάσανο τι να πάρω για γνώση

 

Τυφλοί τον τε νουν

Τα μάτια κάθε τόσο σταματούσαν να βλέπουν, ο θόρυβος κι η ταραχή του τους τυφλώναν ολοένα, μια τύφλωση προσωρινή που τους κρατούσε μακρυά απ’ την αλέα της συνείδησης μακρυά απ’ την πράξη της, μια τύφλωση που έρχονταν μ’όλους του φόβους του κενού και τ’ αγνώστου κι άντε να πάρουν πάλι δύναμη να υπομένουν, να βγούν στο δρόμο που ξεχνούσαν μα ήτανε σωστός,

Ο φόβος, ο θόρυβος η ταραχή και ξανά ξάφνου η γνώση που ήταν η ζωή τους.

Μισώ τους παλιούς μου εαυτούς
πόσο επιπόλαιοι ήσαν,
ευτυχώς που τους μισώ με τρόπο ελαφρύ
ίδιο το τρόπο που σε λίγο
ετούτον θα μισήσω

θα μοιραστούμε πάλι στους εθνοσωτήρες και στους εθνόπροδότες
εντωμεταξύ μετά το μάθημα
να ψωνίσω το μεσημέρι να φάνε τα παιδιά
να δώσω για μαντάρισμα κείνο του κουστουμιού το παντελόνι
που τόσες μικρές επίσημες χαρές έχεί φιλοξενήσει

 

 

Κι όσο καθένας ζει 

Κι όσο καθένας ζει
μαθαίνει να θυμάται
πως είναι πάντα μοναχά
ένα μικρό νησί
που μόνο μεγαλώνει
σαν το θυμάτ’ άλλα νησιά
να νοιάζεται δίχως να περιμένει
μα όλο να δίνεται σε θάλασσα
κι άφρο, στην μοναξιά,
που χει παντοτινό γαμβρό

έτσι ειν’ η μοίρα,
τ’ αδράχτι της κλώθει
στα νιάτα τη χαρά
στα γηρατειά τη γνώση

η ζωή προχωράει

Δεν υπάρχει ποίηση
εξω απ’ την κατεστημένη αντίληψη
κι όλα είναι μια εικόνα
η ζωή προχωράει δίχως ποίηση
με ό’τι της βρίσκεται
η ποίηση είναι μια ρομαντική αυταπάτη
την ώρα που είναι ταυτόχρονα το απολύτως καίριο
γελά ο χρόνος και καπρίτσια τον κόσμο γεμίζει
λύση δεν υπάρχει η ανάγκη μύθους πλάθει
η ομορφιά μιαν ανάγκη
μα η ασκήμια τ’ανθρώπου αγκάθι
σαν να λέγαμε ποθώ το καλό
μα που νά το βρεις μ’ έναν σκληρό Θεό

 

 

 

 

 

Γνώριμη αίσθησις επέστρεφε συχνά και με παιρνε

Γνώριμη αίσθησις επέστρεφε συχνά και με παιρνε,
μυστήρια αίσθησις ολοένα επέστρεφε και με παιρνε

Δεν υπάρχει δίκαιη πράξη σε αυτή την πουτάνα ζωή
προσποίηση σε άξονες ρητορικούς για το κομμάτι το ψωμί,
εδώ οι σπίνοι τρώγονται μεταξύ τους για ένα σπυρί

Τη γλώσσα μου διαρκώς νιώθω δεμένη
από ένα γόρδιο σπάγκο σφιγμένη
είναι η μογιλαλία αυτή γύρω
κι επάνω μου και με κρατεί
κι ότι να λέω σβησμένο χαρτί
ο φόβος είναι που με νουθετεί
τον λέν αλήθεια πολιτισμό
η  λες άλλο είνα μ’ ισμό                                                                                                              πιο σύνθετο πιάτο απ’ αυτό;

το τέρας που γρίφους μου βάζει
κείνο το τέρας κι εγώ ο Οιδίπους
στης ζήσης ολοένα τους άγνωρους κήπους
τα μάτια μου βγάζω στου τέλους τους γρίφους

Στρατής Φάβρος

Μάρτιος 2017

_________________________________________________________________

Δεν υπάρχει δίκαιη πράξη σε αυτή την πουτάνα ζωή

προσποίηση σε άξονες ρητορικούς για το κομμάτι το ψωμί,
εδώ οι σπίνοι τρώγονται μεταξύ τους για ένα σπυρί
Τη γλώσσα μου διαρκώς νιώθω δεμένη
από ένα γόρδιο σπάγκο σφιγμένη
και είναι η μογιλαλία αυτή γύρω μου
και επάνω μου και με κρατεί
κι ότι να λέω σβησμένο χαρτί
ο φόβος είναι που με νουθετεί
τον λένε αλήθεια πολιτισμό
το τέρας που γρίφους μου βάζει θαρρώ
κείνο το τέρας και εγώ ο Οιδίπους
στης ζήσης ολοένα τους άγνωρους κήπους
τα μάτια μου βγάζω στου τέλους τους γρίφους