Αιθάλη

Είναι περίπλοκος ο κόσμος και μέσα στη καθημερινή του πάλη

το μέτρο χάνουμε μεθυσμένοι απ’ την αιθάλη

Σκύβουμε πάνω απ τα γραπτά το νόημα του να βρουμε σε βαθιά

σαν μια προσωπική στην ουσία ξύνουμε πληγή

κι όταν το πρόσωπο κοιτούμε στον καθρέπτη

νάρκισσοι θαμπωμένοι πικρά ξεχνούμε τον κόσμο ικέτη

Δυο στροφές

Καμιά γνώμη δεν ακούγεται σωστή

βουλιάζουν τα βήματά μας

στην επανάληψη του χρόνου

στημένο παιγνίδι η μοίρα του κόσμου

φτωχοί φτωχά μας κυβερνούν

στ΄αλλόκοτα των καιρών τα γυρίσματα

κι εμείς νωθρά κουλούκια τυφλά πατήματα

στον οίστρο της αχόρταγης φθοράς

και μια σιωπή

Η εποχή ήταν καλή μαζί του
τον βοηθούσε να ξεφλουδίσει
τα ρόδια της προσδοκίας
να θαμπώσει τη στίλβη της αυταπάτης
ολάκερα ν’ αποδωθεί στον Δείμο και τον Φόβο
στον εύξεινο κυνισμό της εμπειρίας
στης ζωής τη βία που την λέγαν κι ωραία,
τη ζωή σκύλα με τους σκύλους παρίες
σε νεφρική ανεπάρκεια να πεθαίνουν μοιραία
την ζωή ύαινα με τους φτωχούς και τους άλλους

και μια σιωπή, μια σιωπή, ως το θάνατο

κι εκείνες οι φωτογραφίες σαν τις γνωριμίες

κι ο πόνος ο πόνος αυτός ο σκύλος

Στον Σταύρο Λαγκαδιανό

όλα κινούνταν σαν να ήταν ο χρόνος
βάλτος που μέσα του βυθίζονταν η ζωή

άλλοτε τόσο ζωντανά όπως
η ηδονή που το σώμα είχε ανάγκη
κι άλλοτε τόσο απομακρυσμένα
όπως τα μπόνους των τραπεζιτών
στους χρυσούς εαυτούς

καμιά διήγηση δεν μπορούσε
να καλύψει το πραγματικό συνολικά
καμιά διήγηση να συμπεριλάβει τον
πόνο στα νοσοκομεία
ή την τελευταία λέξη σε κάθε καινούργιο κείμενο

λήθη ή απαντοχή στη σκληρή γνώση;
η ζωή προχωρούσε τον αργοσάλευτο ρυθμό της
χλευάζοντας από τις μνήμες της παιδικής ηλικίας
κι ο πόνος ο πόνος αυτός ο σκύλος

Ο Πατέρας

«Αλλά τα μάτια των φυκιών
είναι στραμμένα στη θάλασσα»
ΝΓ
Πάντα μπέρδευα την επιγραφή του Ηράκλειτου
με την Αμοργό
και με την αιώνια απόσταση από την παιδική μου ηλικία
ένα καλοκαίρι Ιουλίου το 74
ο Πατέρας πήγαινε στην επιστράτευση
άφηνε τον ξυλότυπο του Ξενάκη στο νησί
μαζί με το πρώτο μου καλοκαίρι
απ’ αχινούς κι άνθη παράξενα
στο ρηχό βυθό των Καταπόλων

--------