Γιατί τα κάναμε όλα αυτά

«Γιατί τα κάναμε όλα αυτά,
Kοίταξε γύρω σου την παρακμή»

Κοίταξε γύρω σου το αναίτιο
Και το μάταιο
Τίποτα δεν αλλάζει δομικά ποτέ
Η μόνη ευκαιρία
Να πουλήσεις την –τάξη- σου κάποτε ακριβά

Κι η ποίηση μια φριχτή αυταπάτη κι’ αυτή
Κοίταξε γύρω σου το φριχτό των ματαιοδοξιών
Στη λήθη παφλασμό

Τίποτα απ’όλα αυτά που κάνουμε
δεν απαντά σε ένα- γιατί-
δικό μας η ξένο
όλα αυτά που κάνουμε
εντάσσονται στη λαχτάρα
που λεν ζωή
σ’αυτή τη δύναμη που μας τραβά
να μείνουμε ζωντανοί

Αν οπωσδήποτε θες ένα γιατί
Κοίτα στα μάτια ένα παιδί

Σ. Φάβρος 2014

Πλησιάζει Δεκαπενταύγουστο

Πλησιάζει Δεκαπενταύγουστο

και μέσα μου δυο Παναγιές παλεύουν.

Φοράω υφασμάτινο παντελόνι

και σκούρα παπούτσια

ένα γαλάζιο πουκάμισο με ντύνει

εκεί ναι η Παναγιά της πόλης

βουή ακούγεται και σούσουρο

όλοι κοιτούνε τον παπά

της Κυριακής τα ρούχα τους φορούνε

τα παπούτσια τους γυαλισμένα

κοριτσάκια πηδάνε χαρωπά

γύρω απ της μάνας τους τη φούστα

ο ήλιος λάμπει το σπίτι πίσω περιμένει

απαράλλαχτο και σιωπηλό

Είναι κι η Παναγιά η χωριάτισσα

μέσα στον κάμπο σ’ ένα ξέφωτο

τριγυρισμένη από ελιές

εκεί που ο τζίτζικας σκάει

καπου μυρίζουνε σβουνιές

τα χέρια των ανδρών είναι χοντρά

και τα νύχια τους εχουν μια

βρώμα πηγμένη μες το δέρμα

οι γυναίκες στο άλλο κλίτος

χοντρές και κακογερασμένες

Κι είναι και μια Παναγιά επάνω

σ’ ένα ξάγναντο που διαφεντεύει

το πέλαγο, πέτρα λαξεμένη

ο ήλιος είναι πίσω κι εμείς

καθόμαστε με την πλάτη

στη σκιά πίσω από το ιερό

τα πόδια μας ανατριχιάζουν

στ αγέρι

και τα χείλη σου δροσερά

σαν νερό που ασταμάτητα

από μια κρήνη κυλά

Poetry Aesthetic EthicsΈνα Μανιφέστο

Poetry Aesthetic Ethics
Ένα Μανιφέστο

Έχω την φαντασία ότι κάπου υπάρχει ένας κόσμος χωρίς πόνο όπου παίζονται ολημερίς μουσικές που κατοικούν μια χαρούμενη αιωνιότητα, ο κόσμος γυρνά μαγεμένος και η μόνη μας έγνοια είναι να διαβάσουμε ποίηση για να μην αδικήσουμε τον συμπολίτη μας σαν τον χαιρετήσουμε. (αυτό σημαίνει Poetry Aesthetic Ethics)
Στο δρόμο για την πλατεία υπάρχουν λεύκες και στην πλατεία μια δροσερή πηγή και ένα πλατάνι• με πέτρες είναι στρωμένη η δημοσιά και η πλατεία, και το απόγευμα κινούμε για μια κοντινή πλαγιά, όπου στρωμένο ένα θέατρο παλιό μας περιμένει.

Σιγά σιγά περνούμε το δάσος και φτάνουμε σε ένα ξέφωτο όπου ένα δείλι μας φανερώνεται. Οι δυνάμεις μας αρχίζουν να εξαντλούνται, γελάμε κουρασμένοι στην προοπτική μιας συνάντησης στο ξέφωτο στο κέντρο του δάσους ένα βράδυ με τα χλωμά φώτα από φωτιές αλαργινές. Οι φρυκτωρίες μας στέλνουν μηνύματα φιλίας ο καιρός βουίζει από το γούστο του παρόντος και τις αδικίες που φτάνουν στ’ αυτιά μας πιο γρήγορα απο ποτέ. Μια χλωμή θλίψη μας ζώνει για την αδύναμη θέση μας μα και η επίταση της ζωής. Είθε να κάναμε την Ποίηση Ζωή.

The Sorrow of Love BY W B YEATS

Ο καυγάς ενός σπουργίτη κάτω από το γείσο τη στέγης,
Το λαμπρό φεγγάρι κι όλος ο γαλακτώδης ουρανός,
Κι η όλη διάσημη εκείνη αρμονία των φύλλων,
του ανθρώπου αποδιώξαν την εικόνα και την κραυγή

Ένα κορίτσι τότε ξεπρόβαλλε με κόκκινα του πένθους χείλη
κι έμοιαζε σαν το μεγαλείο του κόσμου δακρυσμένου,
καταδικασμένο σαν τον Οδυσσέα και τα θαλασσοδαρμένα πλοία,
και σαν τον Πρίαμο περήφανο τον με τους συντρόφους του σφαγμένο ·

Ξεπρόβαλε, και στη στιγμή γείσα της στέγης που βοούσαν
Ένα φεγγάρι που σκαρφάλωνε έναν άδειο ουρανό,
Κι όλος ο θρήνος των φύλλων δεν μπορούσαν
Παρά του ανθρώπου ν’ ανασυνθέσουν την εικόνα και την κραυγή

W.B. Yeats
Η θλίψη της αγάπης
απόδοση : Στρατής Φάβρος

The Sorrow of Love
BY WILLIAM BUTLER YEATS
The brawling of a sparrow in the eaves,
The brilliant moon and all the milky sky,
And all that famous harmony of leaves,
Had blotted out man’s image and his cry.

A girl arose that had red mournful lips
And seemed the greatness of the world in tears,
Doomed like Odysseus and the labouring ships
And proud as Priam murdered with his peers;

Arose, and on the instant clamorous eaves,
A climbing moon upon an empty sky,
And all that lamentation of the leaves,
Could but compose man’s image and his cry.

κάτω από το κίτρινο φως

Ξαφνικά ένιωσα να κοιτώ τον κόσμο
μέσα σε έναν ξυλιασμένο επαρχιακό δρόμο
κάτω από το κίτρινο φως ενός χλωμού
έρημου και σκουριασμένου φανοστάτη,

το ανυπόφορο κέρας του καιρού
λόγχισε το ρούχο της νύχτας
κι ή ατέλειωτη μοναξιά μου ως ελεγεία
μελαγχολική έψαλε θλιμμένα
ένα κάντο της ύπαρξης σάμπως ηχώ
από κείνο το τέλος που δεν ήταν ούτε
θόρυβος ούτε λυγμός, παρά σκοτάδι και ψύχος

_______________________________________

Ξαφνικά ένιωσα να κοιτώ τον κόσμο
μέσα σε έναν ξυλιασμένο επαρχιακό δρόμο
κάτω από το κίτρινο φως ενός χλωμού
έρημου και σκουριασμένου φανοστάτη,
το ανυπόφορο κέρας του καιρού
λόγχισε το ρούχο της νύχτας
κι ή ατέλειωτη μοναξιά μου ως ελεγεία
μελαγχολική έψαλε θλιμμένα
ένα κάντο της ύπαρξης σάμπως ηχώ
από κείνο το τέλος που δεν ήταν ούτε
θόρυβος ούτε λυγμός, παρά σκοτάδι και ψύχος

__