Στον Αδελφό μου
Κι εμείς που αγαπηθήκαμε, σαν γαλαξίες τώρα απομακρυνόμασταν γρήγορα μέσα στης νύχτας το σκοτάδι αμίλητοι και μόνοι ,
στρατοκόποι ο καθένας στα μονοπάτια που χαμε διαλέξει ·
εγώ να βλέπω ολοένα την πλάτη του πατέρα εκείνο το δροσερό καλοκαίρι του 74 να φτιάνει τον ξυλότυπο για το θεμέλιο του ξένου σπιτιού, κάπου ακούω ακόμη τη μηχανή της βάρκας να αγκομαχάει να βγεί έξω από τον κόλπο των καταπόλων
ντούκου ντούκου ντούκου
κι εσύ μέσα σε άλλα όνειρα που πάντα μόνα ξεπηδούνε στον καθένα.