χύσε στο χώμα αίμα και κρασί

εννια η ωρα το πρωί
και μια καμπάνα κλαίει

χύσε στο χώμα αίμα και κρασί
ρίξε στο χώμα άνθη

κάπου στα τέμπη μια πληγή
είν ανοιχτή και χάσκει

ασε τον πόνο ν ακουστεί
λύσε το μοιρολόι

είναι ο πόνος πο μεινε
στον κόσμο να γυρνάει

κι ενα γιατί σαν τ άδικο
την σκέψη ζώνει κι αλυχτά

την σκέψη μαραγκιάζει
9 η ώρα το πρωί

κι η μάνα αλι μου κλαίει
11 ήταν βράδυ

Κι ένα γιατί μες το πηχτό
και τ’ αξενο, σκοτάδι

να ξαναστήσουμε τη ζωή.

Ελεγεία
Ποιος συμβούλευσε τον κυβερνήτη να χαμογελά στην ολοκλήρωση της εισήγησης του,
δεν του είπαν να το γνωρίζει πως οι νεκροί δεν έχουν ύλη για να αγοράσουν ψεύτικη ελπίδα;
Τ’ άρμενα μας πάνω στην ακτή ξωκείλαν σπάσαν τα κουπιά τους
ξεμείναμε σ’άγριες θάλασσες μακριά απ’ την κοίτη για των νεκρών τον κόσμο
«Στις Κιμμέριες χώρες, και στις πολυάνθρωπες πολιτείες
Σκεπασμένες με μια κρουστή καταχνιά, ποτές δεν την τρυπάει
Ο αχτιδοβόλος ήλιος»
Εκεί ξεμείναν τα παιδιά μας
Και «Στη Νύχτα την ολόμαυρη τη τεντωμένη εκεί πάνω στους άμοιρους ανθρώπους» με τα τραίνα τα μοιραία παράνομο φορτίο που κουβαλούσαν και ψυχές αθώες
το κράτος άλλαζε τις ημερομηνίες για τις δίκες,
ξεχάστηκε η έννοια δικαίου κι οι αργυραμοιβοί μολύναν τους ήθους το ποτάμι
Κι απομείναμε μόνοι δίχως δρόμο με δίχως απόφαση να παραδέρνουμε γιατί ανάγκη ήταν να ξαναστήσουμε τη ζωή.

Έχω μια θλίψη σήμερα βουβή

Έχω μια θλίψη σήμερα βουβή
σαν τ’ άρρητο που μέσα μου σοβεί

και που ποτέ τον δρόμο ακέριο
της γλώσσας δεν θα βρει
τ’ άδικα τα κρυφά τα λάθη
αυτού του κόσμου για να πει

Και τ’ άρρητο που έξω μου σοβεί
θεριεύει ολοένα κάθε λυκαυγή
την πικρα χύνει και δεν αφήνει
τη μάνα Γη δίκιο να δώσει
να γιατρέψει την πληγή

δεν θα την εύρεις κάποιο δειλινό
γιατί ναι τ άρρητο μαύρο και πικρό
δεν θά βγει έξω της ποτές
γιατί η αλήθεια χάνεται στο χθές

που πας ποιητή μου με τέτοιο καιρό

αχ ποιητή που πας με τέτοιο καιρό
στον τάφο σου λουλούδια να στείλω μπορώ;
παρηγοριά οι στίχοι σου στον έρημο βίο
μονάχος απόμεινα πάλι στο κρύο
αχ ποιητή μοναχός σου ήσουνα πάντα το ξέρω
στη λύπη στα βάσανα στην αρρώστια στον στίχο
κανείς δεν σου στάθηκε, όπως δεν στέκεται ο κόσμος
σκληρός ρεαλισμός της ζωής μάταιος δρόμος
όμορφες πόλεις με μάγια κι έρωτα, βρωμούν τα χαυτεία
σκοτώνουν τους σκύλους σαν γεράσουνε έμαθα
μα σκοτώνουν κι άνακτες της ιστορίας σαν κληρώνει ο νόμος
νυχτές ατέλειωτες ταξίδι μαγεμένο σε θυσίας χορό
μα μια νύχτα ξημέρωσε με το τέλος γραπτό

κι όλα σταθήκαν ακίνητα όλα αλλάξαν ρυθμό

που πας ποιητή μου με τέτοιο καιρό
στον τάφο σου λουλούδια να στείλω μπορώ;
παρηγοριά οι στίχοι σου στον έρημο βίο
μονάχος απόμεινα πάλι στο κρύο
αχ ποιητή μου μοναχός σου ήσουνα πάντα το ξέρω
στη λύπη στα βάσανα στην αρρώστια στον στίχο
κανείς δεν σου στάθηκε, όπως δεν στέκεται ο κόσμος
σκληρός ρεαλισμός της ζωής ρημάδια στον τοίχο
όμορφες πόλεις με μάγια κι έρωτα, βρωμούν τα χαυτεία
σκοτώνουν τους σκύλους σαν γεράσουν σου λέω
μα σκοτώνουν κι άνακτες σαν γελά η ιστορία
νυχτές ατέλειωτες ταξίδ’ απροσδιόριστο με θυσίες γραμμένο
μα μια νύχτα ξημέρωσε με το τέλος γραπτό
κι όλα σταθήκαν ακίνητα όλα αλλάξαν ρυθμό