εννια η ωρα το πρωί
και μια καμπάνα κλαίει
χύσε στο χώμα αίμα και κρασί
ρίξε στο χώμα άνθη
κάπου στα τέμπη μια πληγή
είν ανοιχτή και χάσκει
ασε τον πόνο ν ακουστεί
λύσε το μοιρολόι
είναι ο πόνος πο μεινε
στον κόσμο να γυρνάει
κι ενα γιατί σαν τ άδικο
την σκέψη ζώνει κι αλυχτά
την σκέψη μαραγκιάζει
9 η ώρα το πρωί
κι η μάνα αλι μου κλαίει
11 ήταν βράδυ
Κι ένα γιατί μες το πηχτό
και τ’ αξενο, σκοτάδι
Reblogged στις Hellenic Canadian Literature.
Ευχαριστώ Μανώλη!