Ελεγεία
Ποιος συμβούλευσε τον κυβερνήτη να χαμογελά στην ολοκλήρωση της εισήγησης του,
δεν του είπαν να το γνωρίζει πως οι νεκροί δεν έχουν ύλη για να αγοράσουν ψεύτικη ελπίδα;
Τ’ άρμενα μας πάνω στην ακτή ξωκείλαν σπάσαν τα κουπιά τους
ξεμείναμε σ’άγριες θάλασσες μακριά απ’ την κοίτη για των νεκρών τον κόσμο
«Στις Κιμμέριες χώρες, και στις πολυάνθρωπες πολιτείες
Σκεπασμένες με μια κρουστή καταχνιά, ποτές δεν την τρυπάει
Ο αχτιδοβόλος ήλιος»
Εκεί ξεμείναν τα παιδιά μας
Και «Στη Νύχτα την ολόμαυρη τη τεντωμένη εκεί πάνω στους άμοιρους ανθρώπους» με τα τραίνα τα μοιραία παράνομο φορτίο που κουβαλούσαν και ψυχές αθώες
το κράτος άλλαζε τις ημερομηνίες για τις δίκες,
ξεχάστηκε η έννοια δικαίου κι οι αργυραμοιβοί μολύναν τους ήθους το ποτάμι
Κι απομείναμε μόνοι δίχως δρόμο με δίχως απόφαση να παραδέρνουμε γιατί ανάγκη ήταν να ξαναστήσουμε τη ζωή.