Και σαν έσβηνε το φως της κάμαρης
απόμενε μόνη μ’ όσα όσα δεν τόλμησε ποτέ
και γυρνούσαν τότε κείνα σαν ελαφίδες
και ιερές άλκες να φιλούν το στήθος της
τ’ ανθισμένο από ηδονή.
Και μετά πάλι λήθη,
ως το πολυφίλητο υφάδι της νύχτας
και την αχλή θωπεία των ονείρων