Μόνη

Και σαν έσβηνε το φως της κάμαρης
απόμενε μόνη μ’ όσα όσα δεν τόλμησε ποτέ
και γυρνούσαν τότε κείνα σαν ελαφίδες
και ιερές άλκες να φιλούν το στήθος της
τ’ ανθισμένο από ηδονή.
Και μετά πάλι λήθη,
ως το πολυφίλητο υφάδι της νύχτας
και την αχλή θωπεία των ονείρων

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s