Ξέπνοη καθώς λυσιμέλης, με χορτασμένη τη δίψα για ηδονή γυμνούς τους κάτασπρους μηρούς και τις λαγόνες στ’ ασπρα λινά τυλίχτηκε σεντόνια στην δροσερή την κάμαρη μέσα στο πύρωμα του εκατόφυλλου μεσημεριού στο καλοκαίρι π’ έσκαγε ο τζίτζικας τ’ οξύφωνο τραγούδι και ένιωθε μιαν ακριβή στιγμή μεστή τη βύθιση στο όλον ρευστό που υπήρχε μυστικά και λέγονταν ζωή
Ξέπνοη καθώς λυσιμέλης, με χορτασμένη τη δίψα για ηδονή γυμνούς τους κάτασπρους μηρούς και τις λαγόνες στ’ ασπρα λινά τυλίχτηκε σεντόνια στην δροσερή την κάμαρη μέσα στο πύρωμα του εκατόφυλλου μεσημεριού στο καλοκαίρι π’ έσκαγε ο τζίτζικας τ’ οξύφωνο τραγούδι και ένιωθε μιαν ακριβή στιγμή μεστή τη βύθιση στο όλον ρευστό που υπήρχε μυστικά και λέγονταν ζωή