η μεγάλη καταβύθιση στο εγώ όταν τίποτα δεν μοιράζεται
κι όλα είναι ξένα κι όλα είναι μόνα
Βουτηγμένοι σε μιαν ασυνάρτητη ποιητική ερωτική πολυβουία
λες και το μόνο ζήτημα της ύπαρξης είναι η ηδονή
Ένας διαρκής αναστοχασμός μια αναζήτηση για τη διασαφήνιση των απαντήσεών μας που τόσο εύκολα τις σέρνουμε έξ’ απ’ τα δόντια
Μια διαρκής αναρώτηση για τα ερωτήματα δεν λέω έχει κι αυτό την έδρα του στην ηδονή, δεν την αρνιέμαι
Λίγα μοιραζόμαστε και με τους πιο οικείους ένα βήμα μπρός δύο βήματα πίσω τουλάχιστον να μένει η αγάπη
Δεν ξέρουμε τι μας συμβαίνει φλυαρούμε στου ναρκισσισμού τ’ αψέντι ποτισμένοι
Τι έχω να μοιράσω ή να μοιραστώ με αστούς διανοητές και μικροαστές , δεν υπάρχει ο έρωτας κυρίες μου
Φθέγγομαι θλίψη για την βλάβη που προκαλεί η ύπαρξη
κι όλα αυτά τα καφενεία κι οι παράτες δεν βαρεθήκατε τις αυταπάτες;
Δεν γράφω αλυχτάω ένα σκοπό τη νύχτα σα να λέω
Πονάω
πόνε που σταλάζεις στη μνήμη
Δεν καταλαβαίνω το φαινόμενο της ζωής είναι μεγάλο σε βαθμό ακατάληπτο κι αυτό με φιμώνει
Φιμωμένος τραυλός από φύση και με τη μογιλαλία της αποπληξίας από το άχθος της ύπαρξης
Άχθος Αρούρης διαβιώ επεκτεινόμενος οριακά και μαζοχιστικά