Η βουή απ’ τις φωνές εσκέπαζε κάθε φωνή
και μία λύπη που αιτία κρυμμένη κουβαλούσε σαν πληγή
του έδενε θαρρείς για πάντα γνώμη και φωνή
και στέκονταν εκεί στην κοίτη παγωμένη
τα παγωμένα χέρια τα νύχια τα αρθριτικά
να στέκει άλαλος γι’ άλληνε μια φορά
εκεί ακίνητος μουγκός και σαστισμένος
μπρος στις αλήθειες που άλλες κρύβονταν
κι άλλες περιπαικτικά γελούσαν
μέσα απ’ του κόσμου τη θωριά
Reblogged στις agelikifotinou.