To κρασί απ’ τα μικρά μας μια ιστορία μυστική
το ταβερνάκι του Πάπα στην Κλαζομενών, αρχικά
με τη διπλή σειρά βαρέλια ανάμνηση διονυσιακή
και τις παρέες των φίλων του παππού πυθαγόρεια στοά
Ο παππούς τελικά μύθος και αρχή πεθαίνει από κίρρωση
ο Γιώργος Σεφέρης νομικός,έμπορος κείνος, Μπουρντιέ ρετσίνα
ο πατέρας μια μυθολογία μόνος του, ούζα τσίπουρα ρετσίνες, πώρωση
ήταν μόνος στο παράδειγμα που ξεκινά ο παππούς, κρασί μόνο ρετσίνα
Ο Λευτέρης ολμιστής του ΕΛΑΣ στα Δεκεμβριανά στο Βύρωνα
μάγκας ψαράς στη Βαρβάκειο έπινε ούζο Μυτιληνιό πρώτο
και ο πατέρας που του Λευτέρη από μάνα ανιψιός, στο επέκεινα
το Μπίμπη άλλον παππού μελετά στο μεζέ και στο νόστο
Και πως τα φέρνει η τύχη η πονηρή, ζωής απροσδιόριστη εικασία
και μαθαίνω το 2001 να πίνω κρασιά εμφιαλωμένα
θες η τρυφή, η ανοησία μου, η εύκολη με δανεικά ζήση, του νου παραπληγία
εγώ παράδοξος γιος φιλόδοξου μα γεννημένου εργάτη, στα χαμένα
Πίνω χρόνια τώρα του θανάτου φτηνιάρικια κλεισμένα
θυμάμαι κείνο απ τα πρώτα που χα πιει από τα Σπάτα
με τις τανίνες ζωντανές που μούδιαζαν τη γλώσσα κι ανοίγανε τα μάτια
το κτήμα δε θυμάμαι πια μα ήταν επισκέψιμο στα χρόνια με το χρήμα
Και πίνω πάλι απόψε του Μπαμπατζήμ ένα που η ετικέτα γράφει
2008, το τέλειωμα του μια πεθαμένη γεύση από γαρύφαλλο
που όπως γεύομαι νιώθω ν’ απογοητεύομαι • κι ας λέει
το μάρκετινγκ, το φαντασιακό στην πυρά, πάει περίπατο
Της προσδοκίας μου το μεθυσμένο κτήμα, λαβώθηκε ελαφρά
κι ανακρούει πρύμνα της μέθης η λαγνεία και τα λόγια τα παχιά
αλλά σκέφτομαι υπάρχει λόγος που λαϊκά τραγούδια ακούω
και πως στον έρωτα γυναίκες με μπούτια τροφαντά ζητάω να κρατώ
Και τώρα που ο γύρος του θανάτου στη ζήση ολοένα γυρνά
και λίγα μάθαμε και λίγα αποκτήσαμε στης βουής γιουρούσια θολά
τώρα είναι που κατάλαβα πως γι αυτό με μικρά φχαριστιέμαι, γιατί
οι δρόμοι μου όλοι μικρά μελετούσαν για της ζωής την πληγή