«In my craft or sullen art»
Εμείς του περιθωρίου οι αδέξιοι εραστές
τα μάτια σκύβουμε στο θάμβος της μέρας
και σαν η ώρα έρθει σκοτεινή
την θλίψη αφήνουμε στον ύπνο προσκεφάλι
Προοδευτικά ατόνησε η πίστη μου στην ομορφιά την οποία έβρισκα ολοένα και περισσότερο μια αστή γριά δασκάλα.
Mε τον καιρό έχασα και την βεβαιότητα μου στην δικαιοσύνη
η οποία είχε πνιγεί στην επιφάνεια μιας πλημμύρας νομολογιών.
Aργότερα απώλεσα τη μάγευση της επιστήμης που φάνταζε πια περισσότερο σαν μια μεγάλη δημόσια υπηρεσία νεροκουβαλητών.
Σιγά σιγά μετεβλήθη εντός μου και η ακλόνητη πίστη για ιερές νομενκλατούρες όπως αυτή ας πούμε της ποίησης που ευτυχώς παρέμεινε δίπλα μου στοργική σύντροφος με τα κείμενα της όπως άλλωστε κι άλλες ανιδιοτελείς δραστηριότητες παραδομένες στην άγνωστη εγκατάλειψη της τύχης,
θα ταν άραγε η ετυμηγορία ιστορία ή λήθη; διόλου κανείς δεν γνώριζε κι όμως απλόχερα παραδινόταν στην μέθη της πεποίθησης, στην μέθεξη του έρωτα της τέχνης του, ένας απόλυτα ιδιοτελής έρως κι όμως.
Γινόμουν σιγά σιγά εκείνος ο ποιητής με το συνοφρυωμένο στα γερατειά σαγόνι στην έκφρασης μιας άφατης απέχθειας, επιφανειακά προσηνής αλλά τσιγκούνης και χωλερικός;
Δεν γνώριζα ποια τύχη έστεκε μπροστά πια φόρμα διάλεξε ο θεός για τη δική μου λήθη γνώριζα μόνο ως τα δα πως η μόνη ανάσα η μόνη πυρκαγιά ήταν ήταν εκείνη η αίσθηση που είχα από παλιά πως σαν στην τέχνη σου μιλάς από καρδιά θά βρεις κάποτε μια τόση δα μικρή αγάπη με φτερά.
Reblogged στις agelikifotinou.