Τα μάτια κάθε τόσο σταματούσαν να βλέπουν, ο θόρυβος κι η ταραχή του τους τυφλώναν ολοένα, μια τύφλωση προσωρινή που τους κρατούσε μακρυά απ’ την αλέα της συνείδησης μακρυά απ’ την πράξη της, μια τύφλωση που έρχονταν μ’όλους του φόβους του κενού και τ’ αγνώστου κι άντε να πάρουν πάλι δύναμη να υπομένουν, να βγούν στο δρόμο που ξεχνούσαν μα ήτανε σωστός,
Ο φόβος, ο θόρυβος η ταραχή και ξανά ξάφνου η γνώση που ήταν η ζωή τους.
Μισώ τους παλιούς μου εαυτούς
πόσο επιπόλαιοι ήσαν,
ευτυχώς που τους μισώ με τρόπο ελαφρύ
ίδιο το τρόπο που σε λίγο
ετούτον θα μισήσω
θα μοιραστούμε πάλι στους εθνοσωτήρες και στους εθνόπροδότες
εντωμεταξύ μετά το μάθημα
να ψωνίσω το μεσημέρι να φάνε τα παιδιά
να δώσω για μαντάρισμα κείνο του κουστουμιού το παντελόνι
που τόσες μικρές επίσημες χαρές έχεί φιλοξενήσει
Reblogged στις agelikifotinou.