Δεν έβρισκε νόημα σε τίποτε
κι η πιο ταπεινή ελπίδα
θάμπωνε από το βάρος
της ματαιότητας
γι αυτό και με μιαν απόφαση
σώπαινε
κοιτούσε καμιά φορά στολίδια
που κρέμονταν
γυαλάκια που λαμποκοπούσαν
στο σκοτάδι
μια λευκή αθωότητα με μιαν έλξη
βρούτη αλλά φυλακισμένη
για να μυρίζει παράδεισο
ήταν οι απόηχοι πράξεων
που δεν θα γίνονταν
γιατί είχαν χάσει τoν ορίζοντα ομορφιάς
κινούνταν από μιαν ανάμνηση λαγνείας
που δίκαια φιμώθηκε
Κρύβαν ένα νόημα που
δεν εννοούσε να παραιτηθεί
Κρύβαν ένα νόημα
που υπήρχε ως καθ’αυτό;