«Μέσα σ’ αυτό το κουτί είναι η ζωή όταν αρχίσει να γίνεται ανυπόφορη,
αν τ’ αφουγκραστείς θα την ακούσεις πώς ανασαίνει»
Γ.Σ.
Το γκρίζο θολό απόγευμα του Αυγούστου
είχε κατηφορίσει στην πόλη,
και ένας ζεστός αγέρας θόλωνε κι άλλο τη νόηση
κυκλοφορώντας σαν
ανυπόφορος αλήτης στους δρόμους.
Ένα κλάμα με δάκρυ ξερό και άνυδρο,
όση απαντοχή και να κάναμε,
μας νικούσε,
δεν υπήρχε πια το δάκρυ αθώωσης
που σταλάζει στις ψυχές,
μετά τη λύση γοερού δράματος,
αυτό που κάθε αναφιλητό
είναι σαν πνοή δροσερού θερινού ανέμου,
μόνο εκείνο το δάκρυ
καυτό σκυλίσιο καύμα μεσημβρινής ώρας
είχε σταθεί στο λαιμό, βρόχος θανάτου.
Κι η αλήθεια ήταν μόνο ένα σαρκοβόρο θηλυκό
που μεγάλωνε από τη θυσία της αδελφής της,
όμορφη ίδια Ελένη της Τροίας που
για χάρη της θα έπρεπε
να βρούμε ένα ακροθαλάσσι σα του Γέρου Πρωτέα,
για να λειαίνει τον πόνο
που ήταν καθώς μαθαίναμε
ο αθάνατος αδελφός της.
Αχ πόνε, που στον άνθρωπο μ’ έβγαλες,
πόνε εχθρέ την ίδια ώρα σύντροφε,
πόνε ξένε, που μέσα και
πάνω στο πετσί μου κατοίκησες,
πόνε θάνατε, που θάνατος αργός έγινες.
«Όχι !!
δεν σπάει η ψυχή»,
μον’ κάνει βαθιές ρωγμές αχάραγες,
πτυχώσεις αφήνοντας εκφραστικές,
σε γλώσσα και μορφή,
έξεις και πάθη σύρανε
για χρόνο αργόσυρτο,
που γλίσχρος πέταξε σε μια στιγμή θανάτου
εκεί ώσπου άγγελος η δαίμονας,
καταλείπει.
«μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον
σπεῦδε, τὰν δ᾽ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν.»
Μήποτε γίνουμε εκείνοι οι άνθρωποι
με τους μάρτυρες τους κακούς,
και τις ψυχές τις βάρβαρες.
«ἀέρηδες σώματα κύκνων» άϋλοι αθάνατοι άγγελοι ποὺ
μείνατε «ἄσπιλοι τρυφεροὶ καὶ ἀκίνητοι”
ενωθείτε σε προσευχή γαλήνια
ψυχής συγχώρεση μαζί μας.
Σ.Φ. Αυγουστος 2012