ΈΛΕΥΣΙΣ - ένα ταπεινό ενδιαίτημα αθανασίας
Αφού την ξάπλωσε στην κάμαρα μετά τριάντα επτά έτη,
την ώρα που έσβηνε από μια μυστήρια θέρμη/
και λίγο πριν την καταπιεί για πάντα η άβυσσος/
στο φως του υψώματος,
μια ζέστη ανέκυψε απ´ το σπίτι/
περιτετμημένη/
κι η ζωή, που συνέβαινε μόνο ακούσια,
πραγματώθηκε στην εν δυνάμει συνθήκη της/
ο χρόνος στερεοποιήθηκε (έπηξε)
στη γλυπτή διάσταση του δυναμικού παρόντος/
έπειτα έλιωσε ξανά/
κι έφτιαξε μια παλιά μέρα (την πρώτη)/
ακέραιη στα στοιχεία της/
όπου ο ήλιος διευθύνοντας
(τη συμφωνία των χρωμάτων)
στο τέλος κατάκοπος απεσύρθη,
ένας σκίουρος πένης,
που οσμιζόταν τα βραστά αυγά,
εφονεύθη από τη μαγείρισσα δίχως έλεος
δυο πόντους πλάι στη θράκα
με ένα σουβλί (διάπυρο)
στητό από καυκάσιο ατσάλι,
ενώ στις αχυρένιες θημωνιές,
και στον αυλόγυρο,
μικρά ποντίκια διέτρεχαν τις καμπύλες με χαρχάλεμα,
όσο το φως χανόταν/
κι οι νοτισμένες σβουνιές πάκτωναν τη σιωπή/
με ατμούς και δυσωδία./
Κείνη την ώρα αυτός
με σπέρμα παχύ και…
Δείτε την αρχική δημοσίευση 188 επιπλέον λέξεις
Στρατή μου, σε ευχαριστώ για την τιμή!
Η τιμή είναι δική μου, θα φανεί αυτό άλλωστε στον ποιητικό χρόνο.