«και δη λέγω σοι. τον νεκρόν τις αρτίως
θάψας βέβηκε κάπι χρωτί διψίαν
κόνιν παλύνας καφαγιστευσας α χρη·»
Αντιγόνη, Σοφοκλή.
Λίγη διψασμένη σκόνη, χώμα να γίνω
να χαθώ κι’ εγώ στο μαύρο χώμα,
Ζόφος πικρός, στάλαγμα μαύρο δάκρυ
πίκρανε η λίμνη ζωή.
Περίεργη μοίρα φόβο και θάνατο
να πρέπει να υποφέρουμε,
σπονδή στην απουσία τους.
Πόσο αθώα είναι η νεότητα
με τα μάτια διάπλατα τον κόσμο κοιτά
κι όταν ο ήλιος αποκάμει
τίποτα δεν ακούει μήτε κοιτά πια
μόνο τον εαυτό της αγαπά.
Να ζητήσω μιαν άλλη φωνή,
μια δίκαιη δίκη, θα ακούσει κανείς;
Νοιάστηκε κανείς ποτέ, πάρεξ όταν
αργά είχε πια το τέλος σιγήσει;
ποιος οφείλει άραγε, υπάρχει ο άλλος
η μιλούμε μόνοι σε δραματικό μονόπρακτο,
κοιτάζοντας τη σκόνη της μοναξιάς στον ουρανό.
Δέθηκε η γλώσσα μου, μουγγός σε βωβή ταινία
έτσι μόνος κενός παραδέρνω αναζητώντας
σχήμα όπως χωρίς μορφή είμαι, σκιά όπως
χωρίς χρώμα είμαι, κίνηση ενεή,
έτσι τελειώνει ο κόσμος,
όπως η προφητεία προλέγει
πνιγμένος στον αργόσυρτο λυγμό του,
ξαγρυπνώ εκείνη τη μαλακή και γλυκιά ώρα
που το βλέφαρο λυγά μιαν άφεση να ζητώ,
πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου
δεινότερον πέλει.
Στρατής Φάβρος Οκτώβρης 2012